Το πρώτο κύμα Ποντίων προσφύγων στην Ελλάδα ήρθε το 1919-1920 από τα παράλια του Καυκάσου, το Βατούμ και το Σοχούμ. Περιλάμβανε τους Ποντίους που ακολούθησαν το Ρωσικό στρατό στην αποχώρησή του από τον Πόντο και το Καρς και Ποντίους της νότιας Ρωσίας.
Ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες, από τον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει μετά τη Σοβιετική επανάσταση
Πρόσφυγες του 1922
Ακολούθησε το δεύτερο μεγάλο κύμα το 1922, μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου. Όταν μεγάλο μέρος του Ποντιακού πληθυσμού κατέφυγε στις παράλιες πόλεις, με σκοπό να αποβιβαστεί σε πλοία για την Ελλάδα.
Ο ξεριζωμός συνεχίστηκε αμείωτος μέχρι το 1924, οπότε έφυγαν και οι τελευταίοι Έλληνες Πόντιοι, με τη συμφωνία για ανταλλαγή των πληθυσμών. Την οποία προέβλεπε η συνθήκη της Λωζάνης (1923).
Οι Πόντιοι πρόσφυγες* μεταφερόταν με Τουρκικά βαπόρια και με επίβλεψη των συμμαχικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη. Περιθάλπονταν από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό στους στρατώνες Σελιμιέ της Πόλης και από εκεί αποβιβαζόταν σε Ελληνικά πλοία για αποστολή στην Ελλάδα.
Οι συνθήκες μεταφοράς ήταν άθλιες και συχνά εκβιαστικές
Η κατάσταση στους στρατώνες Σελιμιέ, όπου έφταναν οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες ήταν τραγική. Καθώς στοιβάζονταν κατά χιλιάδες, σε άθλιες συνθήκες υγιεινής, χωρίς νερό και με τον τύφο που θέριζε.
Φτάνοντας στην Ελλάδα περνούσαν από υποχρεωτική καραντίνα, σε επίσης άθλιες συνθήκες. Στους καταυλισμούς της Μακρονήσου και του Αη-Γιώργη, με τα πλοία που έφταναν στον Πειραιά, στην Αρετσού (Καλαμαριά) της Θεσσαλονίκης, στην Καβάλα, το Βόλο, την Κόρινθο, την Πρέβεζα και αλλού.
Νίκος Καζαντζάκης
Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο»:
Η Μαύρη Θάλασσα κυμάτιζε αλαφρά, σκούρα λουλακιά, και
μύριζε σαν καρπούζι ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του
Πόντου, μια φορά κ’ έναν καιρό δικά μας, δεξά αστραφτερό,
απέραντο το πέλαγο.
Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως,
μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένη, κάθουνταν στην πρύμνα
και δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από το
αγαπημένο ουρανοθάλασσο, ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα
ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος
βαθιά στις λαμπυρήθρες των ματιών τους.
Δύσκολο, δύσκολο
πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα,
βουνά, θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι,
ένα χταπόδι είναι η ψυχή και όλα τούτα οι πλόκαμοί της.
Το βιβλίο «Αναφορά στον Γκρέκο», άρχισε να γράφεται το φθινόπωρο του 1956. Ήταν το τελευταίο έργο του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα και αυτό, όχι τυχαία. Αποτελεί ένα έργο αυτοβιογραφικής μυθιστορίας. Το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά, μετά τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη.
Αποτελεί ένα είδος «Αναφοράς», όπως συχνά χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον Καζαντζάκη, με τη στρατιωτική έννοια του όρου, σχετικά με τους στόχους και τις προσπάθειές του.
Ο συγγραφέας αρχίζει τη διήγηση από τα παιδικά του χρόνια και οριοθετεί το τέλος της ιστορίας του, τη στιγμή της ανάπτυξης της προσωπικής του μεγάλης Ιδέας που ονόμασε «Κρητική Ματιά» και τη σύλληψη της «Οδύσσειας».