Είναι η 97χρονη «θεία Έλλη» στο βιβλίο του Πέτρου Αρταβάνη «Σινώπη, με τη μάνα γύρα απ’το μαγκάλι». Από τη Σινώπη του Πόντου έφτασε με το πλοίο του ξεριζωμού «Εύξεινος» στον Πειραιά, τον Αύγουστο του 1924. Ήταν μόλις 2 ετών. Τον πατέρα της δεν τον γνώρισε. Τον «κατάπιαν» τα «αμελέ ταμπουρού», τα τάγματα εργασίας των Τούρκων.
Έτσι αποτύπωσε η θεία Έλλη, στη μνήμη της, την εικόνα της Σινώπης…
Μαρτυρία
Στον τοίχο της τραπεζαρίας υπάρχουν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που την συντροφεύουν. Είναι οι ευτυχισμένες μέρες των γονιών της. Η ίδια αγναντεύει από το παράθυρο στον κήπο, με ένα βιβλίο στο χέρι.
Έφτασε στην Ελλάδα νήπιο, περίπου 2 ετών. Γεννήθηκε στη Σινώπη, το 1922. Η θεία Έλλη, προσπαθεί να θυμηθεί όλα αυτά, που η μητέρα της και οι συγγενείς της συζητούσαν. Για τον πονεμένο δρόμο της προσφυγιάς, τις μαρτυρίες τους, για τις κακουχίες, τις βιαιότητες των Νεότουρκων.
«Τη μητέρα μου την έλεγαν Χρυσώ. Τον πατέρα Θεόπιστο… δεν τον γνώρισα ποτέ. Ούτε εκείνος πήρε τη χαρά να με βάλει στην αγκαλιά του. Η μητέρα ήταν έγκυος σε μένα, όταν δια της βίας τον έστειλαν στα καταναγκαστικά έργα. Μήνες αργότερα αρρώστησε βαριά στην εξορία. Κάποιοι πρόλαβαν να του πουν πως η γυναίκα του γέννησε, έγινε πατέρας. Έκλεισε τα μάτια με χαρά…».
Η θεία Έλλη συγκινείται
Σταματά την κουβέντα για λίγο και συνεχίζει. Προσπαθεί να μας μεταφέρει παραστατικά τα βιώματα της. Θυμάται τη μητέρα της πολλές φορές να αγναντεύει τη θάλασσα. Όμως, δεν ήταν εκείνη της Σινώπης. Της πατρίδας που έχασαν, αλλά ποτέ δεν ξέχασαν.
«Η μάνα μου δεν ήθελε να τουρκέψει. Μία γειτόνισσα Τουρκάλα, της έλεγε… “μην φεύγεις με το παιδί. Θα σας κρύψω” Εκείνη όμως ακολούθησε τους συγγενείς της. Έθαψε τα χρυσαφικά της στον κήπο. Πήρε λίγα υπάρχοντα. Τρεις εικόνες, ένα μποξά (μεταξωτή τσάντα), ασπροκέντητα ρούχα, εμένα στην αγκαλιά και φύγαμε…».
Στην Πρέβεζα η θεία Έλλη θυμάται ένα μεγάλο σπίτι όπου φιλοξενήθηκαν πολλοί πρόσφυγες. Το είχε παραχωρήσει ο τότε Δήμαρχος της πόλης για τους ξεριζωμένους. Έμεινε εκεί 8 χρόνια. Ήταν 10 ετών όταν το κράτος τούς παραχώρησε ένα κομμάτι γης στην Κοκκινιά και έχτισαν δύο καμαρούλες.
Στη Σινώπη
Στη Σινώπη η οικογένεια είχε μπακάλικο, μανάβικο και καφενείο μαζί. Ο πατέρας της σωστός επαγγελματίας και είχε καλές σχέσεις με τους Τούρκους. Η θεία Έλλη που μεγάλωσε και γέρασε, με το όνειρο να γνωρίσει το πατρικό της σπίτι στη Σινώπη, αφηγείται…
«Τον πατέρα μου, όπως έμαθα τον πήραν οι Τσέτες, οι συμμορίτες. Γιατί ήταν Έλληνας και Χριστιανός»
Στη Σινώπη, τη Μητρόπολη του Πόντου όπως λέει, υπήρχαν Ελληνικά σχολεία, ισάριθμα με τα Τούρκικα. Η Χρυσώ η μητέρα της, ήταν μορφωμένη γυναίκα. Γνώριζε αρχαία Ελληνικά και πολλά χρόνια αργότερα όταν η θεία Έλλη μεγάλωσε και παντρεύτηκε, διάβαζε τα παιδιά της για το σχολείο.
Ο δρόμος της προσφυγιάς
Η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο της, μετά τη συνθήκη της Λωζάνης. Πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς, για να γλιτώσει από τη Γενοκτονία που υπέστησαν από τους Νεότουρκους οι Έλληνες του Πόντου. Επιβιβάστηκε στο πλοίο «Εύξεινος», μαζί με εκατοντάδες άλλους εξουθενωμένους και άρρωστους.
Στον Πειραιά όπου έφτασαν παρέμειναν για 1 μήνα σε λοιμοκαθαρτήριο, στο Κερατσίνι. Στην Πρέβεζα έφτασαν ξημερώματα του Σωτήρος. Τον Αύγουστο του 1924.
Το πατρικό σπίτι της οικογένειας στη Σινώπη υπάρχει ακόμη και ζουν εκεί Τούρκοι. Σύμφωνα με τον Πέτρο Αρταβάνη, ανιψιό τη θείας Έλλης και συγγραφέα του βιβλίου «Σινώπη, με τη μάνα γύρα απ’το μαγκάλι». Ο οποίος έχει κάνει τις δικές του έρευνες, για τη δύσκολη πορεία της οικογένειας του.
Το βιβλίο
Σαν σε παραμύθι ξεπρόβαλε από τα μικράτα μου η πόλις που γεννήθηκε η μάνα μου με τις διηγήσεις της. Σαν καθόμασταν τις χειμωνιάτικες μέρες γύρα απ’ το μαγκάλι μας. Ήταν όμως τούτο το παραμύθι κίνητρο δυνατό για να με κάνει να ασχοληθώ με την μητέρα των Ελληνοποντιακών πόλεων. Εκεί στη βόρεια μεριά της Μικράς Ασίας, που έμεινε να την αποκαλούν με το όνομα Πόντος.
«Διηγήσεις βεβαίως της μάνας μου, αλλά και άλλων συγγενών και φίλων της απ’ την Πατρίδα. Που ναι μεν την έχασαν, δεν την ξέχασαν όμως ποτέ. Μεταφέροντας τις εικόνες του τόπου τους στις επόμενες γενεές τους. Για να μάθουν, να ξέρουν, να γνωρίζουν…»
Έτσι λοιπόν αποτύπωσε η θεία Έλλη, στη μνήμη της, την εικόνα της Σινώπης. Με τα καλά της, αλλά και τόσα κακά-δεινά της που υπέφεραν οι Έλληνες κάτοικοι της. Πριν τον ξεριζωμό τους απ’ εκεί. Πάντα η ανησυχία μου για να μάθω για την γενέτειρα πόλη της μάνας μου με έκανε να την παρακινώ να μιλήσει, να μου πει για την Πατρίδα. Που πολλές μα πάρα πολλές φορές γινότανε η ίδια η μάνα μου αρνητική.
Γιατί οι απόγονοι των προσφύγων γνωρίζουν ότι ήταν ίδιον σχεδόν όλων των Ποντίων. Να μην ανοίγουν το στόμα τους εύκολα. Και τούτο γιατί δεν θέλανε να θυμούνται τα βάσανα που τράβηξαν. Και πολύ περισσότερο δεν ήθελαν να τα μεταφέρουν στα παιδιά και τα εγγόνια τους. Που γεννήθηκαν εδώ στην μητέρα πατρίδα.
Όμως η εμμονή μου σχεδόν πάντα εστέφετο με επιτυχία, κάνοντας την μάνα μου να μου διηγείται για την Σινώπη. Την Μητρόπολη των άλλων πόλεων του Πόντου.
Γύρα απ’ το μαγκάλι λοιπόν, τα χειμωνιάτικα βράδια, έτσι σαν παραμύθι…
Στοιχεία βιβλίου
- Συγγραφέας: Πέτρος Αρταβάνης
- ISBN: 978-618-5219-04-8
- Κατηγορία: Λογοτεχνία – Ιστορικό
- Έτος πρώτης έκδοσης: 2016
- Εκδότης: Ινφογνώμων Εκδόσεις
- Σελίδες: 352
- Ενδεικτική τιμή: 11€ – 14€
✔ Βρείτε το «Σινώπη, Με τη μάνα γύρα απ’ το μαγκάλι» ΕΔΩ
Πέτρος Αρταβάνης
Ο συγγραφέας και ανιψιός της θείας Έλλης, Πέτρος Αρταβάνης γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1951. Το 1969 εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απ’ όπου εξήλθε ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού το 1973.
Τα περισσότερα χρόνια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας τα πέρασε στις Ειδικές Δυνάμεις (Λ.Ο.Κ.). Είναι απόφοιτος όλων των στρατιωτικών σχολών της Ελλάδας καθώς και της Σχολής Πεζικού των Η.Π.Α. και του Διεθνούς Σχολείου Περιπόλων Αναγνωρίσεως Μακράς Ακτίνος (I.L.R.R.P.S.) του Ν.Α.Τ.Ο. στη Γερμανία. Αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του Υποστράτηγου.
Από το 2001 ζει και πάλι στην Πρέβεζα με την σύζυγό του Μαρία και τον γιο τους Σπύρο.
Το διαβάσαμε ΕΔΩ