Χιλιάδες Πόντιοι πρόσφυγες βρήκαν τον θάνατο, κατά τη δεκαετία του 1920, στα «λοιμοκαθαρτήρια» και τα ξερονήσια της Ελλάδας. Ζώντας ένα μαρτύριο χειρότερο και από της κόλασης. Επισήμως προσμετρώνται στα θύματα της Γενοκτονίας.
Μια κρίσιμη πτυχή της Ποντιακής τραγωδίας
Με τα πλοία της μεγάλης φυγής οι Πόντιοι πρόσφυγες έφταναν στον Πειραιά, στη Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, στη Καβάλα, το Βόλο, τη Κόρινθο, τη Πρέβεζα και αλλού. Ο συνολικός αριθμός των Ποντίων προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 325.000 – 400.000 άτομα.
Ανεπιθύμητοι Πόντιοι πρόσφυγες
Οι Πόντιοι πρόσφυγες φτάνοντας στην Ελλάδα περνούσαν από υποχρεωτική καραντίνα, σε επίσης άθλιες συνθήκες, στους καταυλισμούς της Μακρονήσου και του Αη-Γιώργη στο Κερατσίνι.
Πρόκειται για μια κρίσιμη πτυχής της Ποντιακής τραγωδίας, η εκατόμβη των προσφύγων μετά την άφιξή τους στην Ελληνική επικράτεια. Η οποία προκλήθηκε από έναν συνδυασμό παραγόντων όπως: οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ο μαζικός στρατωνισμός αρρώστων και μη σε «λοιμοκαθαρτήρια»
Επίσης μεγάλο ρόλο έπαιξε η εγκληματική εκμετάλλευση των προσφύγων από μερίδα της γηγενούς κοινωνίας. Καθώς επίσης η αδιαφορία και η εχθρότητα των τοπικών αρχών και κοινωνιών, με κοινή συνισταμένη την ξενοφοβία και τον ρατσισμό.
Είναι χαρακτηριστικό πως στις 20 Ιουλίου του 1922 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύτηκε ο νόμος 2870 «περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής». Ήταν ένα ηχηρό ράπισμα στους διωγμένους και κατατρεγμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Ιωνίας και της Καππαδοκίας.
Ο νόμος αυτός στρεφόταν στη πραγματικότητα κατά των Ελλήνων που ήδη είχαν αρχίσει να φθάνουν στην Ελλάδα, κυρίως από τον Πόντο. Αυτοί άλλωστε ήταν οι μόνοι που έφθαναν στη μητέρα πατρίδα «ομαδόν».
Θάνατοι εν πλω
Η περιπέτεια των προσφύγων κάθε άλλο παρά τέλειωνε με την απομάκρυνσή τους από την εμπόλεμη ζώνη. Το επιβεβαιώνουν οι περιγραφές και οι μαρτυρίες για μαζικούς θανάτους επάνω στα πλοία, που μετέφεραν τους πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Μαζικοί θάνατοι αποδεκάτιζαν τους πρόσφυγες εν πλω
Το πλοίο «Θέμις» που έφερε τέσσερις χιλιάδες Ποντίους απ’ τον Καύκασο, όλοι πέθαναν από αρρώστιες. Το λοιμοκαθαρτήριο του Αη Γιώργη, στο Κερατσίνι, καθώς και η Μακρόνησος είχαν γεμίσει και δεν μπορούσαν να τους κατεβάσουν. Τους είχαν μέσα στο πλοίο. Όσοι πέθαιναν τους έκαιγαν στο φούρνο του πλοίου για κάρβουνο.
Λοιμοκαθαρτήρια – Κρεματόρια
Πολλούς, όταν έφταναν στην Ελλάδα, κυρίως στον Πειραιά, τους πήγαιναν κατευθείαν στην καραντίνα της Μακρονήσου. Μετά την αποβίβαση των προσφύγων στο Ελληνικό έδαφος, νέες δοκιμασίες απομόνωσης και θανατικού περίμεναν τις καραβιές των ξεριζωμένων. Επίσημη αιτιολογία, η ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας από τις αρρώστιες που ενδεχομένως μετέφεραν.
Δεν επρόκειτο βέβαια για Ελληνική τακτική, αλλά για προληπτικό μέτρο με διεθνή εφαρμογή. Το οποίο εκείνη την εποχή ρυθμιζόταν από τη σχετική Σύμβαση του Παρισιού (17.1.1912). Οι συνθήκες όμως της έμπρακτης υλοποίησης του στην Ελλάδα, οδήγησαν σε πραγματικές εκατόμβες.
Οι νοσοκόμοι τους έριχναν σε πρόχειρα λουτρά για να τους κάνουν ζεστά μπάνια, αλλά πριν από αυτό τους έκοβαν με αλογομηχανή τα μαλλιά. Το ψυχολογικό μαρτύριο (ιδίως των γυναικών και των κοριτσιών) από αυτήν την ενέργεια ήταν τεράστιο.
Ασυνείδητοι προμηθευτές, για να πλουτίσουν, προμήθευαν την καραντίνα με βρομερά μακαρόνια, σκουληκιασμένες ελιές, χαλασμένες ρέγκες, σάπια φρούτα. Σε συνδυασμό με τη δίψα που τους ταλάνιζε, οδηγούσαν τους πρόσφυγες κατευθείαν στο θάνατο.
Μαυραγορίτες πουλούσαν ένα καρβέλι ψωμί έναντι μιας χρυσής λίρας και οι πρόσφυγες, για να μπορέσουν να επιβιώσουν, έδιναν ότι χρυσαφικά είχαν επάνω τους.
Χωρίς νερό και σωστή τροφή, μέσα στη βρομιά και τη δυσωδία, ζούσαν ένα μαρτύριο χειρότερο και από της κόλασης
Ρακένδυτοι, ματωμένοι, αποδεκατισμένοι και με τη ψυχή στο στόμα, είχαν να αντιμετωπίσουν τεράστιο πρόβλημα κοινωνικής προσαρμογής. Ενώ με μειωτικούς χαρακτηρισμούς όπως «τουρκόσποροι», «τουρκομερίτες» και άλλες απαξιωτικές εκφράσεις, τόσο η πολιτεία όσο και η Ελλαδική κοινωνία τους κατέτασσαν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Τους θεωρούσαν δε επιτήδειους, πονηρούς, πολυμήχανους και ελευθερίων ηθών.
Αφηγείται χαρακτηριστικά η Ευρυδίκη Γαλανού, από τα Ιμερα της Τραπεζούντας:
«Ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, στο Καραμπουρνού. Ένα μήνα μείναμε στην καραντίνα. Υποφέραμε από αρρώστιες. Κάθε μέρα κάποιον έθαβαν. Μια μάνα έθαψε έξι παιδιά της»
Ο Χαράλαμπος Τσαχουρίδης, που έζησε τρεις μήνες στον ίδιο χώρο, συμπληρώνει:
«Πολλοί πέθαιναν από τύφο, λόγω του υπάρχοντος συνωστισμού. Εις όλο το διάστημα της λειτουργίας της καραντίνας, πέθανον περί τις 20.000 πρόσφυγες. Την ημέρα πέθαιναν ογδόντα έως εκατό άτομα».