Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου είναι, κατά κοινή ομολογία, ένα θλιβερό γεγονός για τα πενθούντα πρόσωπα. Στον Πόντο επικρατούσε πλούσια εθιμολογία που χαρακτηρίζεται από σεβασμό προς τον νεκρό και τη μνήμη του. Αλλά και προς τους οικείους του, στους οποίους συμπαραστέκονταν όλοι.
Ιδιαίτερες ήταν οι τιμές και περιποιήσεις στον νεκρό, για να φύγει ευχαριστημένος και συγχωρεμένος
Ποντιακή κηδεία
Στον Πόντο, όταν πέθαινε κάποιος συγχωριανός, δεν πενθούσαν μόνο αυτοί που έχασαν τον άνθρωπό τους, αλλά ακόμη και οι πιο μακρινοί συγγενείς, όλοι οι γείτονες και όλο το χωριό. Η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα και όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους.
Ιδιαίτερες ήταν οι τιμές και οι περιποιήσεις στο νεκρό, για να φύγει ευχαριστημένος, συγχωρεμένος και να είναι ευπρόσδεκτος στον άλλο κόσμο. Ο νεκρός έπρεπε να ταξιδέψει για την άλλη ζωή με κλειστά μάτια και σταυρωμένα χέρια. Με άσπρο και καθαρό σάβανο και λουσμένος, ντυμένος με καινούρια ρούχα και παπούτσια και με κομμένα νύχια. Και με μια εικόνα στα σταυρωμένα του χέρια (το δεξί πάνω στο αριστερό), για να προσκυνούν οι συλλυπούμενοι, με την ευχή «Θεός σχωρέσ’ τον».
Η εκδήλωση συμπόνοιας προς την οικογένεια που είχε πένθος λεγόταν «πονεμένα»
Στο μακρινό ταξίδι έπρεπε να τον συνοδεύει καντήλι αναμμένο, κοντά στο κεφάλι του, τοποθετημένο μέσα σε αλεύρι ή σιτάρι (σύμβολο της αναστάσεως) και θυμιατό, που να καίει διαρκώς. Απαραίτητο ήταν το διάβασμα, στο προσκεφάλι του νεκρού, όλων των Ψαλμών, εναλλάξ από διάφορα πρόσωπα.
Πρόσωπα της γειτονιάς και συνήθως γυναίκες, έψηναν τα κόλλυβα, ετοίμαζαν το «σινίν με τα κοκκία», έκαναν «κολοθόπα» (ψωμάκια) και αλλού «λαβάσα» (λαγάνες). Τα οποία μοίραζαν, μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία, στην εκκλησία.
Τα δε μοιρολόγια που ακουγόντουσαν, δεν εξεδήλωναν μόνο τον πόνο των βαρυπενθούντων, αλλά και την πεποίθηση στην ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής. Γι’ αυτό έστελναν «Χαιρετίας», με το νεκρό σε φιλικά και συγγενικά πρόσωπα που είχαν πεθάνει.
Μερικά μοιρολόγια, αν και αυτοσχέδια, ήταν συγκλονιστικά, και μάλιστα πολλά από αυτά είχαν και μεταφυσικό περιεχόμενο. Συχνά οι μοιρολογήτρες ενδιαφέρονταν και για τη μεταθανάτια τύχη του μεταστάντος.
Ντο είδες και ν’εζέλεψες;
ντο είδες κι επλανέθες;
Γιαμ’ είδες ουρανόν ση γην,
γιαμ’ είδες φως σον Άδην;
Έθιμα γύρω από τη κηδεία
Όλο το χωριό λάμβανε μέρος σε διάφορα έθιμα, στα οποία αναδεικνυόταν το γεγονός της κοινότητας. Σε αυτά τα έθιμα ανήκαν το ξημέρωμα μαζί με τον πεθαμένο, η νεκρώσιμη ακολουθία στην εκκλησία, τα μοιρολόγια, η «Μακαρία», το λεγόμενο «Χαριτόπαρμαν» και τέλος το «Σαρανταλείτουργο» μαζί με τα μνημόσυνα.
- Όταν πέθαινε κάποιος έλεγαν: «Τ’ ατσάλ’ ν ατ’ ετελέθεν» (το λάδι του απόσωσε). Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, στον κάτω κόσμο, για κάθε άνθρωπο που γεννιέται, ανάβει ένα καντήλι γεμάτο λάδι. Όταν εξαντληθεί το λάδι, έρχεται ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και του παίρνει τη ψυχή.
- Τη νύχτα σκέπαζαν τον νεκρό μ’ ένα σεντόνι. Τον ξημέρωναν συγγενείς και φίλοι, κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες
- Συνήθως οι χωριανοί έφτιαχναν το φέρετρο και το σταυρό και άνοιγαν τον τάφο. Το φέρετρο, από το σπίτι στην εκκλησία και από την εκκλησία στα νεκροταφεία, το κουβαλούσαν τέσσερις χωριανοί.
- Το νεκροκρέβατο που είχε η εκκλησία κάθε ενορίας και το χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά και την ταφή των νεκρών το έλεγαν «κανόνιν». Το αποτελούσαν δύο κοντάρια που συνδέονταν μεταξύ τους με εγκάρσιες σανίδες.
- Τα νεκροταφεία στα χωριά του Πόντου ήταν συνήθως σε τόπους απλόχωρους, στα οποία κάθε οικογένεια είχε το δικό της χώρο και εκεί θάβονταν τα μέλη της. Αν δεν υπήρχε έλλειψη γης, τότε δεν έκαναν ανακομιδή των οστών. Ενώ στα νεκροταφεία των πόλεων, μετά τον τρίτο χρόνο, έβγαζαν τα κόκκαλα των νεκρών και φύλαγαν χωριστά τις κάρες, ενώ τα υπόλοιπα τα έριχναν στο χωνευτήρι.
- Στον Πόντο συνηθιζόταν να φωτογραφίζουν τους νεκρούς, πριν τους κηδέψουν, μέσα στο φέρετρο.
- Οι Πόντιοι σεβόντουσαν τη γυναίκα που χήρευε, ιδιαίτερα όταν έπρεπε να μεγαλώσει πολλά παιδιά. Επίσης, εάν μια γυναίκα χήρευε μικρή, η κοινή γνώμη (εκφρασμένη από τους συγγενείς της) απαιτούσε να συνάψει έναν καινούριο γάμο.
- Πολλοί διέθεταν διάφορα ποσά για σχολεία, για τους φτωχούς και για τις εκκλησίες, στη μνήμη του νεκρού.
Χαριτόπαρμαν
Την ημέρα της κηδείας (κατά το απόβραδο και ως αργά το βράδυ ή και την επόμενη ημέρα) όλοι οι κάτοικοι του χωριού ή και από γειτονικούς οικισμούς, πήγαιναν παρέες παρέες, ανά δυο και τρεις, αντρόγυνα, φίλες, γειτόνισσες και συγγενείς, στο σπίτι του νεκρού για να δώσουν τα συλλυπητήρια στους οικείους του… «Να παίρνε το χατίρ‘».
Το Χαριτόπαρμαν εξακολουθεί να γίνεται και σήμερα σε Ποντιακά χωριά
Όλοι έρχονταν με φαγητά για να καθίσουν και να φάνε μαζί με τους τεθλιμμένους, να μη μείνουν εκείνοι νηστικοί. Έτρωγαν μαζί και φεύγοντας έλεγαν τους παρηγορητικούς λόγους: «ο Θεός να σχωρά ΄τον» (ο Θεός να τον συγχωρέσει), «λαφρόν η νύχτα τ‘» (ελαφριά η νύχτα του). Έλεγαν επίσης: «θάνατος έν’, αέτσ’ έν‘», δηλαδή: θάνατος είναι αυτός, έτσι γίνεται.
Επίσης, ορισμένοι στενοί συγγενείς ή φίλοι διανυκτέρευαν εκεί, αν το έκριναν απαραίτητο. Κι αν κάποιος δεν μπορούσε να έρθει τη βραδιά του πένθους, ερχόταν την άλλη μέρα.
Μακαρία
Μετά τον ενταφιασμό πήγαινε ο κόσμος, μαζί με τον εφημέριο, στο σπίτι των πενθούντων. Έπειτα από το τρισάγιο, που έψελνε ο παπάς, έστρωναν τραπέζι. Το γεύμα ήταν λιτό και συνήθως σερβίρανε: πιλάφι, φασολάδα ή τανωμένο σορβά. Το γεύμα συνοδευόταν πάντα από ελιές, φρέσκα κρεμμύδια, σκόρδα κλπ.
Το μετά την κηδεία γεύμα λεγόταν «μακαρία», «θανέσα» ή «περίδειπνο». Το γεύμα αυτό θεωρούνταν προσφορά του νεκρού προς εκείνους που τον τίμησαν στην κηδεία του.
Σαρανταλείτουργο
Μετά το θάνατο κάποιου, προπαντός ηλικιωμένου, γινόταν «Σαρανταλείτουργο». Σαράντα ημέρες ο παπάς λειτουργούσε για τη συγχώρεση του πεθαμένου και την ανάπαυση της ψυχής του.
Τα πρόσφορα, κάθε μέρα, στην εκκλησία τα πήγαιναν αυτοί που έκαναν το Σαρανταλείτουργο. Και επειδή τότε οι ιερείς δεν αμείβονταν από το κράτος, οι πενθούντες έδιναν στο λειτουργό για τις σαράντα λειτουργίες ένα ποσό, συνήθως χρυσές λίρες.
Την τελευταία μέρα του Σαρανταλείτουργου έπρεπε να γίνουν κόλλυβα και την παραμονή καλούσαν τον κόσμο με κόλλυβα και κερί. Αυτό γινόταν σε όλα τα μνημόσυνα. Στα Σαράντα, στα Εξάμηνα, στο Ετήσιο.
Σε πολλά μέρη, μετά τη λήξη του Σαρανταλείτουργου και το σχετικό μνημόσυνο, έστρωναν τραπέζι στους επισκέπτες, αφού διάβαζε ο παπάς στο σπίτι τα κόλλυβα. Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση, δεν έλειπε ούτε το ρακί, ούτε το κρέας. Έπιναν, έτρωγαν και «σ’χωρούσαν».
Μνημόσυνα
Η ψυχική ανάγκη να βρίσκονται οι ζωντανοί σε διαρκή επαφή με τους νεκρούς καθιέρωσε το έθιμο των μνημοσύνων. Εκτός από τα καθιερωμένα μνημόσυνα (τριήμερα, εννιάμερα, σαράντα, εξάμηνα, ετήσια) έκαναν και τον λεγόμενο «Ψαλμόν».
Ο «Ψαλμός» ήταν μνημόσυνο ετήσιο και επίσημο, στο οποίο καλούνταν να πάρουν μέρος και να προσευχηθούν (να ψάλλουν το νεκρό) από τα γειτονικά χωριά, κληρικοί, μοναχοί, ηγούμενοι, δημογέροντες, ο δεσπότης και ο απλός κόσμος.
Στο ετήσιο μνημόσυνο για το στρώσιμο των τραπεζιών έλεγαν: «Εποίκαμε Ψαλμόν»
Η ψυχική επαφή με τους νεκρούς γινόταν σε τακτές μέρες. Τα ψυχοσάββατα, την παραμονή ή ανήμερα της Κυριακής του Θωμά, τα Σάββατα, τη Μεγάλη Παρασκευή, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος και την παραμονή των Θεοφανείων.
Την παραμονή των μνημοσύνων, μαζεύονταν στο σπίτι των πενθούντων γυναίκες και συζητούσαν γύρω από την προσωπικότητα του μακαρίτη. Τέλος, το στόλισμα των κολλύβων (το στόλισμαν τη σινί) ήταν δουλειά λίγων ειδικών στο χωριό.