Το δυναμικό και υγιές κύτταρο του Ελληνικού στοιχείου στη Μικρά Ασία, σωστά χαρακτηρίστηκε για την εθνική προσφορά του, «κιβωτός» σημαντικού τμήματος του Ποντιακού Ελληνισμού και εν γένει του μικρασιατικού Ελληνισμού.
Οι Έλληνες του Πόντου δεν έπαψαν ποτέ να ταυτίζονται με το υπόλοιπο Γένος
Ανταλλαγή πληθυσμών
Συμμετείχε ακόμη και στον ένοπλο αγώνα των Ποντίων (ανταρτικές ομάδες στην περιοχή Ακνταγ μαντέν, Κιουμούς μαντέν με ονομαστικούς οπλαρχηγούς, όπως ο Κωνσταντίνος Καραχισσαρίδης, ο Χαράλαμπος Κοντοβραχιονίδης και ο Ευάγηγελος Ιωαννίδης) ενάντια στα σχέδια των Τούρκων για αφανισμό του Ποντιακού Ελληνισμού, στην περίοδο 1914-1922.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών (1923-1924), που ακολούθησε τις ανηλεείς διώξεις και σφαγές, σήμανε το οριστικό τέλος της παρουσίας και δράσης του Ελληνισμού στην Ανατολή.
Οι μεταλλουργοί (μαντεντζήδες), κατά το παράδειγμα όλων των ομοεθνών τους, πορεύτηκαν κι αυτοί στο δύσκολο και αβέβαιο δρόμο της προσφυγιάς. Εγκαταλείποντας τις πατρογονικές εστίες τους και τις στοές των μεταλλείων τους.
Ερχόμενοι στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν, κυρίως, σε αμιγείς προσφυγικούς οικισμούς μαντεντζήδων της Βόρειας Ελλάδας στους νομούς Δράμας, Σερρών, Κιλκίς και Κοζάνης. Πολύ γρήγορα κατάφεραν, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία του προσφυγικού στοιχείου, να προοδεύσουν και να συμβάλουν τα μέγιστα στην ανάπτυξη και προκοπή αυτού του τόπου.
Οι Ελληνικοί πληθυσμοί
Τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, η Καππαδοκία και ο Πόντος, αποτελούν τις περιοχές εκείνες της Μικράς Ασίας, όπου υπήρξαν συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί μέχρι την Ανταλλαγή πληθυσμών (1923). Η ζωή, ωστόσο, των Ελλήνων κατοίκων τους δεν χαρακτηριζόταν από τις μεταξύ τους επαφές και αλληλεπιδράσεις, τουλάχιστον μέχρι τον 19ο αιώνα.
Παρά το γεγονός ότι χαρακτηριστικό στοιχείο της ταυτότητας και της συλλογικής τους συνείδησης υπήρξε η Ορθοδοξία, με αδιαμφισβήτητο πνευματικό της κέντρο την Κωνσταντινούπολη, ο γεωγραφικός παράγοντας, ο οποίος επηρέασε και την ιστορική τους διαδρομή, συνέτεινε στην πολιτιστική, κοινωνικοοικονομική και γλωσσική τους διαφοροποίηση.
- Ο Ελληνικός πληθυσμός των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, της Σμύρνης, κυρίως, και της γύρω από αυτήν περιοχής, παρουσιάζεται ανανεωμένος και ενισχυμένος από τον 18ο αι. κ.ε., χάρη στην εγκατάσταση Ελλήνων από τα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο κ.ά.
- Αντίθετα, απομονωμένοι από ορεινούς όγκους και έρημους, στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, οι Έλληνες της Καππαδοκίας ζούσαν σε κλειστές κοινωνίες, που ανάγουν τις ρίζες τους στην εποχή του Βυζαντίου.
- Ο μοναδικός δρόμος τους προς τη θάλασσα περνούσε μέσα από τις κοιλάδες του Ταύρου και οδηγούσε στα νότια μικρασιατικά παράλια, ανοιχτά στη Μεσόγειο. Ανοικτή σε μια άλλη θάλασσα, τον Άξενο (και κατ’ ευφημισμό Εύξεινο) Πόντο ήταν η τρίτη περιοχή. Ο Πόντος, στις βόρειες ακτές της Μικράς Ασίας, όπου ανιχνεύεται συνεχής παρουσία του ελληνικού στοιχείου από την αρχαιότητα.
Ο Εύξεινος Πόντος
Οι πρώτες, πράγματι, επαφές του Ελληνικού κόσμου με τον Εύξεινο Πόντο, την περιοχή του Πόντου και τον γειτονικό του Καύκασο, μπορούν να αναζητηθούν στην αποκρυπτογράφηση των αρχέγονων μύθων του:
- Για τον ευεργέτη ήρωα Προμηθέα, δεσμώτη στον Καύκασο για τριάντα χρόνια.
- Για την περιπετειώδη φυγή του Φρίξου και το τέρμα του ταξιδιού του στη χώρα των Κόλχων.
- Για το τρόπαιο των Αργοναυτών, το χρυσόμαλλο δέρας.
- Για τους άθλους του Ηρακλή στη χώρα των Αμαζόνων κ.ά.
Χώρος οικείος, λοιπόν, για τους Έλληνες ο Εύξεινος Πόντος, στον οποίο έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους μετά την ίδρυση (από τον 8ο αι. π.Χ. κυρίως) μιας αλυσίδας Ελληνικών αποικιών. Που στεφάνωναν, στην κυριολεξία, τις ακτές του.
Η θάλασσα αυτή υπήρξε το σταθερό και αμετακίνητο στους αιώνες βορεινό σύνορο του Πόντου
Και από τις υπόλοιπες, ωστόσο, πλευρές της, η περιοχή περικλείεται από υψηλές, τραχιές οροσειρές, που για αιώνες απέτρεπαν τη διείσδυση ξένων. Ο Πόντος, ωστόσο, δεν αποτελεί γεωγραφική ενότητα χωρισμένη από την υπόλοιπη μικρασιατική ενδοχώρα. Και στη συνείδηση των ξένων ταξιδιωτών (με ελάχιστες εξαιρέσεις) ήταν καθιερωμένος ως τμήμα της Μικράς Ασίας. Σπάνια, μάλιστα, αποτέλεσε ειδικό αντικείμενο των ενδιαφερόντων τους και αποκλειστικό στόχο του ταξιδιού τους.
Στα μάτια τους, ο Πόντος αποτελούσε το πέρασμα για την Αρμενία, τον Καύκασο, την Περσία και τις Ινδίες. Με εξαίρεση, μάλιστα, το ενδιαφέρον των Καθολικών για θρησκευτική διείσδυση, η περιοχή δεν είχε προσελκύσει την προσοχή των Ευρωπαίων από άποψη οικονομική, πολιτική και επιστημονική. Πριν τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1830 ή καλύτερα πριν από τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854-1856).
Η συνήθεια που επικράτησε ανάμεσα σε ορισμένους, Έλληνες κυρίως, συγγραφείς να μνημονεύουν τον Πόντο χωριστά από τη Μικρά Ασία, μπορεί να οφείλεται και στο γεγονός ότι η Αυτοκρατορία των Κομνηνών (που επιβίωσε της κατάκτησης της λοιπής Μικράς Ασίας) μετά την κατάλυσή της (1461), εντάχθηκε διοικητικά στις Ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και όχι στις ασιατικές (Anadolu).
Ίσως, όμως, και να υπαγορεύθηκε από τη διαπίστωση διαφορών στην ιστορική και πολιτισμική εξέλιξη της περιοχής, σε σχέση με τον υπόλοιπο μικρασιατικό χώρο. Γιατί είναι γεγονός ότι η γεωπολιτική θέση του Πόντου και η γεωφυσική διαμόρφωση του εδάφους του επηρέασαν αποφασιστικά σε πολλές περιπτώσεις και την ιστορική εξέλιξη της περιοχής.
Οι Ρωμαίοι / Ρωμιοί
Παρά την απόσταση, τη γεωγραφική τους απομόνωση και τις πολιτισμικές τους ιδιαιτερότητες, οι Έλληνες του Πόντου δεν έπαψαν να ταυτίζονται με το υπόλοιπο Γένος. Την ταύτιση αυτή μπορούμε να την ανιχνεύσουμε και στη διαδρομή που ακολούθησε ο εθνωνυμικός τους αυτοπροσδιορισμός.
Έχουμε πρώτα τη διαχρονική χρήση κατά τον βυζαντινό Μεσαίωνα (μέχρι και τη νεότερη περίοδο) του ονόματος «Ρωμαίος / Ρωμιός» («εμείς πα Ρωμαίοι είμες»). Ο οποίος μάλιστα επιβιώνει ως αυτοπροσδιοριστικό και των Ποντιόφωνων μουσουλμάνων του Πόντου.
Ως «Ρωμαίοι και Ρωμιοί» εξάλλου (οι Ελληνόφωνοι) και ως «Rum και Urum» (οι Τουρκόφωνοι) αυτοπροσδιορίζονταν και οι Έλληνες του Πόντου που είχαν μεταναστεύσει κατά τον 19ο κυρίως αιώνα, στον γειτονικό τους Καύκασο.
Η χρήση του όρου «Έλληνας» ακολούθησε και στον Πόντο διαδρομή παρόμοια με του υπόλοιπου ελληνοκατοικημένου χώρου της Βυζαντινής και στη συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ταυτίστηκε δηλαδή αρχικά, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, με τον όρο «ειδωλολάτρης – εθνικός». Για να αναδυθεί σταδιακά, από τον 11ο αιώνα, να αποκαθαρθεί από τον απαξιωτικό χαρακτήρα, που του είχε αποδοθεί και να υιοθετηθεί ως «εθνωνύμιο». Πλέον, από ευρύτερα στρώματα πεπαιδευμένων, κυρίως, Ορθοδόξων χριστιανών Ελληνικής καταγωγής ή Ελληνικής παιδείας, κατά τον 19ο αιώνα.
Με την αναβίωση του εθνωνυμίου «Έλληνες» συνδέεται και η συνήθεια του Τραπεζούντιου δασκάλου Σάββα Τριανταφυλλίδη να «βαπτίζει», λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση (1816), μέσα στην τάξη τους μαθητές του με αρχαία Ελληνικά ονόματα (Ξενοφών, Ισοκράτης, Πλάτων κ.ά.).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην ταύτιση που επισημάνθηκε, έπαιξαν σημαντικό ρόλο η θρησκεία και η παιδεία των Ελλήνων του Πόντου και η κοινή «εν αιχμαλωσία» συμπόρευση από τον 15ο αιώνα κ.ε. με το υπόλοιπο Γένος.
Οι Έλληνες στη Κωνσταντινούπολη / Πόλη
Ας μη μας διαφεύγει, επίσης, ότι η Πόλη υπήρξε για αιώνες όχι μόνον το διοικητικό, αλλά και το αδιαφιλονίκητο θρησκευτικό και πνευματικό σημείο αναφοράς όλων των Ρωμιών. Ειδικότερα, όμως, για τον Πόντο, τους διαύλους επικοινωνίας κράτησαν ανοιχτούς οι Τραπεζούντιοι αξιωματούχοι και οι ισχυρότεροι οικονομικά κάτοικοι της αυτοκρατορίας των Κομνηνών, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί εκεί αμέσως μετά το 1461.
Μαρτυρία της δύναμης που είχαν αποκτήσει πολύ σύντομα, αποτελεί η ανάδειξη (με ανορθόδοξα μέσα) κατά το 1466 στον πατριαρχικό θρόνο του ευνοουμένου τους Τραπεζούντιου ιερομονάχου Συμεών.
Ο κύκλος των ισχυρών οικονομικά Τραπεζουντίων στην Πόλη διευρύνθηκε με την κατά τον 17ο αιώνα φυγή από τον Πόντο και εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη των οικογενειών Υψηλάντη, Μουρούζη, Καρατζά και Ρίζου.
Οι ευκαιρίες που είχαν για εύκολο και γρήγορο, μέσω του εμπορίου, πλουτισμό, ενίσχυσαν την πολιτική επιρροή της παροικίας, τόσο στο Πατριαρχείο όσο και στην οθωμανική αυλή και εξασφάλισαν την ένταξή τους στον κύκλο των Φαναριωτών. Παράλληλα, οι δεσμοί με την ιδιαίτερη πατρίδα τους εκφράστηκαν όχι μόνον με την υποστήριξη των συντοπιτών τους στην Πόλη, αλλά και με δωρεές προς τις μονές και τα σχολεία της Τραπεζούντας.
Η εύνοιά τους συνεχίστηκε και μετά την ανάδειξη ορισμένων από αυτούς σε ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Ενδεικτικά τελείως αναφερόμαστε στο «αυθεντικό χρυσόβουλο» του 1803, με το οποίο ο Αλέξανδρος Κωνσταντίνου Μουρούζης ενισχύει χρηματικά την Ελληνική Σχολή στην Τραπεζούντα. Ύστερα από σχετική επιστολή του μητροπολίτη της «και την ανέκαθεν εκ προγόνων ημών τιμώντες πατρίδα».
Δεν πρέπει, παράλληλα, να παραβλέψουμε την ενίσχυση της παροικίας χάρη στην εποχιακή αποδημία. Ή τη μονιμότερη εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη διαφόρων επαγγελματιών από τον Πόντο, όπως λ.χ. των χαλκέων από το χωριό Λιβερά, κ.ά.
Τον δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη έπαιρναν και οι λόγιοι του Πόντου, ιερομόναχοι στην πλειονότητά τους, μέχρι το 19ο αιώνα, για τη βελτίωση των πνευματικών τους εφοδίων.
Εκεί, άλλωστε, προσφέρονταν διέξοδοι για τις εκπαιδευτικές τους ανησυχίες και ελπίδα σταδιοδρομίας στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Σε έναν από αυτούς, τον Σεβαστό Κυμινήτη, οφείλεται κατά γενική εκτίμηση η αναζωπύρωση στην Τραπεζούντα του ενδιαφέροντος για την παιδεία.