Στον Πόντο ο θερισμός έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα. Το θέρισμα, κατά το πλείστον, γινόταν από γυναίκες και νέες κοπέλες. Που με πολύ χαρά και με τραγούδια θέριζαν, χωρισμένες σε ομάδες, από το βράδυ.
Κύριο όργανο του θερισμού ήταν το «καγάν’» ή «δρεπάν’» και πιο σπάνια «δερπάν’»
Στον Όφη το λέγανε «δροπάν’» και στη Νικόπολη «δερπάντιν», ένα μικρό δρεπάνι με μακρουλό χέρι. Πιο σπάνια χρησιμοποιούσαν την «κερεντή», ένα μεγάλο δρεπάνι με λαβή. Με την οποία θέριζαν όρθιοι και συνήθως τη χρησιμοποιούσαν για χόρτα ή τριφύλλι.
Ο Θερισμός
Ο θερισμός, κατά το πλείστον, γινόταν από γυναίκες και νέες κοπέλες. Που με πολύ χαρά και με τραγούδια θέριζαν, χωρισμένες σε ομάδες, από το βράδυ. Τα τμήματα που θέριζαν από τη μια άκρη ως την άλλη άκρη του χωραφιού, τα λέγανε «αμνούς». Όταν ο αμνός άρχιζε με μεγάλο πλάστη, συνέχεια στένευε και τελείωνε σε γωνία, που λεγόταν «ξιφάρ’».
Οι θεριστές και οι θερίστριες κρατούσαν με το δεξί χέρι το δρεπάνι. Ενώ με το αριστερό τα στάχυα που κόβανε, ώσπου να συμπληρωθεί ένα χερόβολο. Δύο – τρία χερόβολα έκαναν ένα «δεμάτ’» (δεμάτι) κι αυτά τα μάζευαν όλα και σχημάτιζαν τα «θεμώνια» (θημωνιές).
Καθώς παρατηρούσαν τις κοπέλες να θερίζουν οι Πόντιοι, επαινούσαν την αγαπημένη τους, τραγουδώντας:
«Σον Αϊ-Λίαν αφκακέσ’ θερίζ’ τ’ εμόν τ’ αρνόπον
και ντ’ έμορφα και νόστιμα κρατεί το καγανόπον»
Όταν άρχιζε το θέρισμα, έστηναν όρθιο το πρώτο δεμάτι, κι αυτός που το έκανε αυτό ευχόταν καλή αρχή. Ενώ οι άλλοι θεριστές απαντούσαν: «Άμποτε και του χρόνου». Όταν τελείωνε με το καλό ο θερισμός, κρεμούσαν μπρος στην πόρτα τους το «αποθέρ’». Δηλαδή ένα δεμάτι στάχυα με καρπούς, καλλιτεχνικά δεμένο. Ενώ ο ιδιοκτήτης του χωραφιού φιλοδωρούσε τη θερίστρια, που πρώτη έβαζε μπρος στα πόδια του, το πρώτο χερόβολο.
Οι Ρεντζιπέρτς
Ο θερισμός, πέρα από την οικογενειακή του διάσταση, σε περιοχές, όπου υπήρχαν μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες, έδινε εργασία σε πολλούς εργάτες ως θεριστές. Έπαιρναν μαζί τους το προσωπικό τους δρεπάνι, μαζί με το ακονιστήρι (λιακόν) και πήγαιναν για το μεροκάματο (κάματο). Αυτούς τους εργάτες τους έλεγαν «Ρεντζιπέρτς»:
«Έρθεν πουλί μ’ ο Χορτοθέρτς, έρθανε και τ’ αλώνια,
έγκεν χαράν ‘ς σοι ρεντζιπέρτς κ’ ελάρωσεν τα πόνια»
Ο νοικοκύρης ή το αφεντικό τους παρακινούσε να δουλέψουν υποσχόμενος καλό φαγητό:
«Θερίστ’ αργάτ’ θερίστ’ αργάτ’, θα σπάζω την κοσσάραν,
κι αν ‘κι τελείται το χωράφ’, θα σπάζω την κασκάραν»
Το Αλώνισμα
Οι γυναίκες, όταν τελείωνε το θέρισμα, φορτώνονταν τα δεμάτια, αφού τα έκαναν σαλάκα και τα πήγαιναν στ’ αλώνια, εκεί όπου θα γινόταν το αλώνισμα.
- «Αλώνιν» λεγόταν στην Κερασούντα, Οινόη, Νικόπολη, Τρίπολη.
- «Αλών» στα Κοτύωρα (Ορντού), Τραπεζούντα, Χαλδία.
- «Αλώνιν ή αλώνι» στη Νικόπολη.
Το αλώνι ήταν ένας συμπαγής κυκλικός χώρος που τον γάνωναν. Δηλαδή άλειφαν με χώμα ή πηλό το έδαφος, το έβρεχαν και μετά πατούσαν καλά την επιφάνειά του με μια πέτρα κυλινδρική, το «κυλίντρ’».
Αφού τα ετοίμαζαν όλα, οι γεωργοί έλεγαν, «εκρέμ’σα σ’ αλών’». Δηλαδή, άπλωσα τα στάχυα στο αλώνι για αλώνισμα. Συνήθως το αλώνισμα γινόταν με βόδια, όπως φαίνεται κι από τη φράση:
«Τα καλά τα βούδαι, αγλήγορα κόφ’νε τ’ αλών’»
Στα βόδια περνούσαν το «αλωνοζύγονον» (Χαλδία). Δηλαδή τον ειδικό ζυγό για το αλώνισμα, για να σύρουν από πίσω τους τα «δουκάνια» ή το «τυκάν’» (Τραπεζούντα), «τουκάνιν» (Κερασούντα), «τουκάν’» (Κοτύωρα), Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία), «τοκάν’» (Χαλδία).
Το τυκάν΄
Η λέξη παράγεται από το «τυκάνιον», που προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό η «τυκάνη».
Το «τυκάν’» ή τα «δουκάνα» απαρτιζόταν από δύο παράλληλα χοντρά σανίδια ενωμένα. Τα οποία έφεραν από την κάτω επιφάνεια σφηνωμένους αιχμηρούς πυριτόλιθους ή κοφτερές σιδερένιες λάμες. Για να χωριστεί ο καρπός από τα στάχυα. Με τον ίδιο τρόπο άλλωστε οι χωρικοί αλώνιζαν και στην περίοδο της Γερμανικής κατοχής, σε χωριά της Μακεδονίας και αλλού.
Για να ενισχύσουν μάλιστα το βάρος επάνω στο «τυκάν’», ώστε να γίνει πιο εύκολος ο χωρισμός του καρπού, τοποθετούσαν επάνω του κάποιο παιδί. Δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα διασκεδαστική για τα παιδιά. Ιδίως αν τους έδιναν στο χέρι το «βουκέντρ’» (ραβδί που κέντριζαν τα βόδια) και τα «κερατίδια» (το σχοινί που δένουν στα κέρατα του βοδιού για να το οδηγούν), για να κρατούν τα ζώα.
Καθώς οι γεωργοί αλώνιζαν, προέτρεπαν τα ζώα με διάφορα επιφωνήματα, ώσπου να τελειώσουν το αλώνισμα.
Το βόρισμαν
Στη συνέχεια γινόταν το «βόρισμαν» ή «ιβόρισμα», ή «εβόριγμαν» (Ματσούκα). Προέρχεται από το ρήμα «βορίζω», που παράγεται από το ουσιαστικό «βορέας».
Περίμεναν δηλαδή να φυσήξει ο αέρας, οπότε και άρχιζαν το λίχνισμα με το «αλωνίφταρον», το ειδικό ξύλινο φτυάρι για το αλώνισμα. Σήκωναν δηλαδή το γέννημα ψηλά στον αέρα, για να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα. Για το σκοπό αυτό είχανε κι άλλο εργαλείο, το δίκρανο με δύο δόντια ή χείλη που το λέγανε «λεχμετέρ’».
Καθώς «ιβόριζαν» παρακαλούσαν τον αέρα να φυσήξει, για να τελειώσουν τη δουλειά τους. Τάζοντας του ότι θα του φτιάξουν ψωμάκι…
«Φύσα αέρα, φύσα, θα ευτάμε σε κολοθόπον»
Έπειτα, με το «αλωνοκόσκινον» συνέχιζαν το χώρισμα καρπού από άχυρα. Στο Σταυρί το λέγανε και «αχυροκόσκινον» ή «λωροκόσκινον» (κόσκινο από λεπτές λωρίδες δέρματος σε διατακτική πλέξη). Μετά έκαναν το «τεπούρισμαν» με το «τεπούρ’». Δηλαδή ξύλινο μονοκόμματο, το οποίο καθάριζαν τον καρπό από τις πέτρες και τον άγριο βίκο.
Τον καρπό τέλος τον μετρούσαν με το «κότ’» ή «χοινίκ’» (χοίνιξ), που ήταν μέτρο χωρητικότητας (10-12 οκάδες). Στη συνέχεια έβγαζαν το σπόρο για τη νέα χρονιά. Το υπόλοιπο μέρος το αποθήκευαν στα αμπάρια το και το άχυρο το μετέφεραν «σο αχερών’» (στον αχυρώνα τους).
Τα αλώνια, συνήθως, του κάθε χωριού ήταν συγκεντρωμένα σ’ έναν τόπο που τον έλεγαν «αλωνοτόπιν» (Χαλδία). Ίσως έτσι η δύσκολη δουλειά του αλωνίσματος και ιβορίσματος να γινόταν πιο ευχάριστη. Όταν έβλεπαν και γύρω τους άλλους συγχωριανούς τους.
Οι πατέρες μας, θυμόσοφοι όπως ήταν, έλεγαν για κείνους που ανακινούσαν παλιές και ξεχασμένες υποθέσεις ή χρέη:
«Παλαιά άχυρα εβορίζ’»