Το Βατούμ των Ελλήνων

Μοιραστείτε το

Στις διηγήσεις των Ποντίων της πρώτης γενιάς, περίοπτη θέση δίπλα στις ιστορικές κοιτίδες του Ελληνισμού της Μαύρης Θάλασσας (Τραπεζούντα, Κερασούντα, Αμισός και Σινώπη), καταλαμβάνει και μια πόλη με ξενικό όνομα. Το Βατούμ…

Η οποία μάλιστα γεωγραφικά και ιστορικά δεν εντάσσεται σε αυτό πού εννοούμε λέγοντας Πόντος


Τις τελευταίες όμως δεκαετίες της ζωής των Ελλήνων του Πόντου στην ιστορική πατρίδα τους, είχε συνδεθεί τόσο στενά με τύχη του Ποντιακού Ελληνισμού. Όντας το συνηθέστερο ασφαλές καταφύγιό τους απέναντι στην καταπίεση και την αυθαιρεσία των Τουρκικών αρχών, ώστε την αγάπησαν αυτήν την πόλη, δικαιολογημένα σαν δική τους.

Το Βατούμ ο «Βαθύς Λιμήν» της αρχαιότητας, βρίσκεται εκεί ακριβώς που οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν τη μυθική Κολχίδα. Υπό την έννοια αυτή δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο λιμάνι της πόλης δεσπόζει σήμερα ένα γιγαντιαίο άγαλμα της Μήδειας.


Το Βατούμ

Επί πολλούς αιώνες το Βατούμ ή Μπατούμι παρέμενε ένα μάλλον μέτριο σε μέγεθος χωριό. Γνωστό μόνο για το ασφαλές λιμάνι του και τις οχυρώσεις που πραγματοποίησαν σε αυτό, οι κατά καιρούς κύριοι του.

Ήταν το ασφαλέστερο λιμάνι ολόκληρης της ακτής, από το Κερτς έως τη Σινώπη

Η ανάπτυξή του Βατούμ βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στις διαρκώς αυξανόμενες εξαγωγές πετρελαίου από το Μπακού. Το οποίο έδινε την εποχή εκείνη (1878) το 1/3 της παγκόσμιας πετρελαιοπαραγωγής.


Οι Έλληνες του Βατούμ

Η ολοένα και αυξανόμενη σημασία του Βατούμ δεν ήταν δυνατόν να αφήσει αδιάφορους τους Έλληνες του Πόντου. Ιδιαίτερα τους δαιμόνιους εμπόρους των Σουρμένων, που ήταν άλλωστε μία από τις πιο κοντινές προς το Βατούμ περιοχές του Πόντου.

Έτσι ήδη από τα χρόνια ζωής του Βατούμ ως σύγχρονης πόλης, τη δεκαετία του 1880, πάρα πολλοί Σουρμενίτ’ εγκατέλειψαν την πατρίδα τους κι εγκαταστάθηκαν οριστικά σε αυτό. Σιγά-σιγά ο αριθμός τους αυξήθηκε σχηματίζοντας μια μικρή Ελληνική παροικία.

Από τότε και μέχρι τη φυγή των Ελλήνων, οι Σουρμενίτ’ αποτελούσαν την πιο πολυάνθρωπη και συμπαγή και δεμένη ομάδα στο εσωτερικό της Ελληνικής κοινότητας του Βατούμ. Ήταν εκείνη που κατείχε πάντοτε τα πρωτεία στην κοινοτική οργάνωση των Ελλήνων και την πλειοψηφία του Δ.Σ. της Ελληνικής κοινότητας.

Αυτοί άλλωστε ήταν και οι κτήτορες του Αγίου Νικολάου, της Ελληνικής εκκλησίας της πόλης. Γύρω από την οποία συσπειρωνόταν ολόκληρη η Ελληνική παροικία.

Οι Έλληνες του Βατούμ ανήκαν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της πόλης

Δίπλα στους μεγαλοαστούς εμπορευόμενους, βρίσκουμε καταστηματάρχες, μικροέμπορους, τεχνίτες και φυσικά ανθρώπους της εργασίας. Την εποχή της μεγάλης δοκιμασίας των Ελλήνων του Πόντου, τόσο η Ελληνική Κοινότητα ως συλλογικός φορέας, όσο και μεμονωμένοι εύποροι Έλληνες της πόλης ενίσχυαν μέσω διαφόρων επιτροπών τους χειμαζόμενους Έλληνες του Πόντου.

Οι πιο δραματικές στιγμές που γνώρισε η Ελληνική κοινότητα του Βατούμ ήρθαν μετά το 1918

Όταν στην πόλη συγκεντρώθηκαν χιλιάδες πρόσφυγες, οι οποίοι προέρχονταν είτε από τον Πόντο και είχαν ακολουθήσει το διαλυμένο τσαρικό στρατό που εγκατέλειπε την Τραπεζούντα, είτε από τα Ποντιακά χωριά του Καρς, που είχαν καταληφθεί από τους Τούρκους, είτε τέλος από τις ακμάζουσες άλλοτε κοινότητες της Νότιας Ρωσίας και έφευγαν για να αποφύγουν την προέλαση των επαναστατών.

Όλοι αυτοί συνωστίστηκαν υπό άθλιες συνθήκες στην περιοχή γύρω από το λιμάνι της πόλης. Με σκοπό να μπορέσουν να ταξιδέψουν για την Ελλάδα.


Οι πρόσφυγες στο Βατούμ

Σύμφωνα με την επίκουρη καθηγήτρια του Δ.Π.Θ. Μαρία Βεργέτη, γύρω στο 1/3 των προσφύγων που είχαν μαζευτεί στο Βατούμ, πέθανε από τις κακουχίες πριν προλάβει να φύγει για την Ελλάδα. Όπου τελικά έφτασαν λίγο πάνω από τους μισούς.

Την περίοδο 1919-1924 όσοι από τους πρόσφυγες διέφυγαν το θάνατο, καθώς και ένα μεγάλο μέρος των παλαιών Ελλήνων κατοίκων της πόλης, έφυγαν για την Ελλάδα.

Αυτοί που έμειναν πίσω υπέμειναν την απώλεια των περιουσιών τους και κυρίως τις μεταγενέστερες Σταλινικές διώξεις. Οι οποίες πάντως στην περιοχή ήταν μάλλον ηπιότερες, από εκείνες που βίωσαν οι Πόντιοι της γειτονικής Αμπχαζίας (Σοχούμ).

Σήμερα το Βατούμ είναι πρωτεύουσα της αυτόνομης περιοχής της Ατζαρίας

Ο πληθυσμός του είναι γύρω στις 120.000. Μεταξύ αυτών και οι 500 περίπου εναπομείναντες Έλληνες της πόλης. Βουβοί μάρτυρες του τέλους μιας από τις πιο ανθηρές Ελληνικές παροικίες, των αρχών του 20 αιώνα…


Διαβάστε επίσης: Ξεριζωμός και προσφυγιά

Το διαβάσαμε ΕΔΩ

Μοιραστείτε το