Στις 24 Ιουνίου ο λαός μας τιμά το Γενέθλιον του Ιωάννου του Προδρόμου. Συμπλήρωμα της γιορτής αυτής ήταν το έθιμο του «κλήδονα» ή αλλιώς η «δοκιμασία της τύχης».
Οι ρίζες του εθίμου κρατούν από την αρχαιότητα
Ένα έθιμο από την αρχαιότητα
Ο Κλήδονας είναι λαϊκό έθιμο που επιβιώνει από την αρχαιότητα και τελείται την παραμονή ή στις 24 Ιουνίου κατά την γιορτή του Αϊ-Γιάννη, στην έναρξη του καλοκαιριού.
Η ονομασία «Κλήδονας» είναι Ομηρική και προέρχεται από το Αρχαίο Ελληνικό ρήμα «κλήω» που σημαίνει «καλώ κάποιον με ευχάριστους ήχους». Πιο συγκεκριμένα, από το «κλέος» (φήμη) και το «άδω» (διαλαλώ).
Σύμφωνα με ορισμένους η λέξη «Κλήδωνας» προέρχεται από τη λέξη «κλειδί» που ανοίγει και κλείνει το κουτί τη τύχης. Ωστόσο η σωστή προέλευση της είναι από την αρχαία λέξη «κλήδων» (με ήτα).
Ουσιαστικά, ο «Kλήδονας» σχετίζεται με μια λαϊκή μαντική διαδικασία, η οποία λέγεται ότι αποκαλύπτει στις άγαμες κοπέλες την ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου.
Αν και δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη μορφή και τη σημασία του εθίμου στους βυζαντινούς χρόνους, το έθιμο αυτό υφίστατο και εξελισσόταν. Το έθιμο του κλήδονα έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα, ανά την Ελλάδα, με ορισμένες παραλλαγές.
Το αμίλητο νερό
Την παραμονή του Αϊ Γιαννιού τα αγόρια της γειτονιάς άναβαν τρεις μεγάλες φωτιές στη σειρά, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Για προσανάμματα χρησιμοποιούσαν τα Πρωτομαγιάτικα στεφάνια που έφερναν τα κορίτσια. Πάνω από τις φωτιές πηδούσαν όλοι, αγόρια, κορίτσια, κρατώντας μια πέτρα πάνω από το κεφάλι τους.
Αμέσως μετά, οι ανύπαντρες κοπέλες μαζεύονταν σε ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου ανέθεταν σε κάποιο μέλος της συντροφιάς να φέρει από το πηγάδι ή την πηγή το «αμίλητο νερό».
Το έλεγαν «αμίλητο νερό», γιατί κατά τη μετάβαση των κοριτσιών στη βρύση και κατά την επιστροφή, δεν έπρεπε να μιλήσουν
Επιστρέφοντας στο σπίτι όπου λάμβανε χώρα το έθιμο του «κλήδονα», άδειαζαν το νερό σε πήλινο δοχείο. Στο οποίο η κάθε κοπέλα έριχνε από ένα αντικείμενο, όπως δαχτυλίδι, σκουλαρίκι, κουμπί, δαχτυλήθρα κλπ. Στη συνέχεια κάλυπταν το δοχείο με ένα πανί και το κλείδωναν με κλειδαριά.
Κατόπιν τοποθετούσαν το πήλινο δοχείο στην αυλή, έξω από το σπίτι, για να το δουν τη νύχτα τα άστρα. Την επομένη το πρωί, το έπαιρναν μέσα στο σπίτι πριν το δει ο ήλιος, ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων.
Ανήμερα, άνοιγε ο «κλήδονας» από εκείνον που το κλείδωσε. Τα αντικείμενα καθώς έβγαιναν με τυχαία σειρά, στο κάθε ένα απαγγέλλανε ένα αυτοσχέδιο δίστιχο – προφητεία για τον κάτοχο του σημαδιού.
«Ανοίγουμε τον κλήδονα με του Αγιαννιού τη χάρη. Κι όποιος έχει ριζικό σήμερα να το πάρει»
Όταν οι κοπέλες επέστρεφαν στα σπίτια τους, προσέχανε ποιο όνομα ή λέξη θα πρωτοάκουγαν στο δρόμο και το συσχετίζανε με την τύχη τους εκείνη τη βραδιά.
Αξίζει να σημειωθεί πως στον συνδυασμό των τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων, κατά τη διάρκεια της μαντικής τελετής, απέδιδαν προφητική σημασία.
Ο Κλήδονας στον Πόντο
Ο χαλκέντερος μελετητής του Πόντου Άνθιμος Α. Παπαδόπουλος μαρτυρεί ότι στον Πόντο δεν υπήρχε το έθιμο του κλήδονα, λέγοντας:
«Το έθιμο του κλήδονα, καθ’ όσον εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, είναι άγνωστον εις τον Πόντο.
Παρ’ όλα αυτά, στην έρευνα που έκανα, βρήκα πολλές μαρτυρίες από αξιόπιστους πνευματικούς μας ανθρώπους, ότι και στον Πόντο, ίσως όχι σε όλες τις περιοχές, γιορταζόταν η 24η Ιουνίου «τ’ Αγιλουτρουπί» με φωτιές και Κλήδονα, όπως θα δούμε».
Παρ’ όλα αυτά, σε ορισμένες περιοχές, στις 24 Ιουνίου κατά την γιορτή «τ’ Αγιλουτρουπί», κορίτσια πήγαιναν μυστικά σε 7 βρύσες του χωριού και έπαιρναν νερό, το οποίο άφηναν κρυφά σε ένα απόμερο μέρος της εκκλησίας.
Στα παράλια μέρη του Πόντου έπαιρναν θαλασσόνερο από εφτά «βίας» (βία στα Ποντιακά είναι το κύμα της θάλασσας). Την επομένη γύριζαν σε όλα τα σπίτια του χωριού και ζητούσαν αντικείμενα, δαχτυλίδια, κλειδιά, νομίσματα.
Το μεσημέρι χτυπούσε η καμπάνα και μαζεύονταν όλοι στην πλατεία, εκεί όπου είχε ανάψει η φωτιά
Μια παντρεμένη γυναίκα, κατά προτίμηση νεόνυμφη ή σε ένα μικρό κοριτσάκι «πρωτικάρ παιδίν», πρωτότοκος δηλαδή, του έβαζαν ένα πέπλο (συνήθως μαύρο αδιαφανές ύφασμα) στο κεφάλι και κάθονταν γύρω καταγής.
Η Πυθία καθόταν πάνω σε ένα σχοινί, για να είναι πολλά τα χρόνια, σαν το σχοινί, λέγοντας το τετράστιχο:
«Έμπα ήλε μ΄, χάλα τριήλε μ΄
καλόριζον να έν το ριζικός
Αι-Γιάννε μ΄ να δις ατόν…
ένα ζευγάρ΄ βούδαι»
Αυτό το επαναλάμβανε κάθε φορά που τραβούσε ένα αντικείμενο, αλλά άλλαζε τον τελευταίο στίχο και ευχόταν να δώσει… «αγόρι», «γάμο», «καλή γέννα», «πολλά ζώα» κλπ, ανάλογα με τον αποδέκτη.
Μετά το τέλος του δρώμενου ξεχύνονταν στα χωράφια. Έτρωγαν, χόρευαν και συζητούσαν τις προφητείες.