Και στον Πόντο η εποχή αυτή του χρόνου λεγόταν «Άνοιξη», από το αρχαίο «Άνοιξις». Οι Πόντιοι ήταν πολύ επιφυλακτικοί για τον ερχομό της εποχής αυτής, από άποψη καιρικών συνθηκών, μιας και ο καιρός ήταν άστατος.
Ορισμένες φορές έκανε τόσο πολύ κρύο, ώστε ο καιρός θύμιζε χειμώνα
Εκφράσεις για την Άνοιξη
Όντας επιφυλακτικοί με τον καιρό, στο χωριό Αντρεάντων Αμισού έλεγαν κάτι αντίστοιχο με το «Ένας κούκος δεν φέρνει την Άνοιξη», που έλεγαν στη μητροπολιτική Ελλάδα.
«Με τ’ έναν τσιτσέν άνοιξη ‘κ’ έρται…»
Δηλαδή με μια βροχούλα, Άνοιξη δεν έρχεται
- Στα Κοτύωρα λέγανε «Ανοιξί’ μεϊβάδες», που σημαίνει φρούτα της Άνοιξης. Από το ουσιαστικό Άνοιξη.
- Στη Σάντα έχουμε το ρήμα «Ανοιξιάξω», που σημαίνει: (α) διέρχομαι την εποχή της άνοιξης και (β) παραθερίζω. Επίσης η λέξη «Ανοιξέα» σημαίνει τη μυρωδιά της Άνοιξης, π.χ. λέγανε «Ανοιξέαν μυρίζ».
- Στη περιοχή Χαλδίας έλεγαν το γνωμικό: «Αν ’κι ρουζ τη Λαμπρής τ’ ωβού το τζέπλον σην γην, άνοιξη κ’ έρται». Δηλαδή αν δεν πέσει στη γη το κέλυφος του Πασχαλιάτικου αβγού, άνοιξη δεν έρχεται.
- Αλλά και στην Ίμερα, όταν ερχόταν η Άνοιξη, έλεγαν: «Άνοιξη πουλεί τα μήλα κι ο χειμωγκόν τα ξύλα».
Προλήψεις
Στη Σάντα πίστευαν πως όποιος έβλεπε πεταλούδες να πετούν προς τα επάνω, θα πήγαιναν καλά οι δουλειές του.
Στη Ροδόπολη έκαναν και διάφορες άλλες παρατηρήσεις σχετικά με την Άνοιξη. Έτσι, αν κάποιος έβλεπε για πρώτη φορά (την Άνοιξη) αρνί, πίστευαν ότι όλο το χρόνο θα αγαπούσε να κοιμάται. Ενώ θα συνέβαινε το αντίθετο εάν έβλεπε ένα μικρό κατσίκι.
Ακόμη το θεωρούσαν καλό σημάδι αν συναντούσαν χελιδόνι, την Άνοιξη, για πρώτη φορά. Πίστευαν μάλιστα ότι αν ήταν σε ηλικία γάμου, θα τους έρχονταν προξενιά!
Τα βότανα
Δεν έχαναν ευκαιρία οι Έλληνες του Πόντου να μην εκμεταλλευτούν τα αγαθά που τους πρόσφερε απλόχερα η φύση, την Άνοιξη. Γιατροί και φάρμακα για την υγεία τους ήταν άγνωστα ή μάλλον απλησίαστα. Η πείρα τους είχε διδάξει πολλά για τη θαυματουργή χρήση των βοτάνων. Έτσι, άρχιζαν τη συλλογή τους από τα μέσα της Άνοιξης και έφταναν να μαζεύουν ως την αρχή του φθινοπώρου.
Ο Πόντος ήταν και είναι γεμάτος από πολλά και σπάνια βότανα
Τα βότανα τα χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία πολλών ασθενειών, για τονωτικά, για γαλακτοπαραγωγή, για εμμηναγωγά, διουρητικά κ.ά. Επίσης, τα πρόσφεραν δωρεάν και μάλιστα αυτό το θεωρούσαν θεάρεστη πράξη. Ας σημειώσουμε ότι η Μήδεια από τον Πόντο ήταν η πρώτη «φαρμακίς», δηλαδή η πρώτη φαρμακοποιός.
Γεωργία
Αυτή την εποχή άρχιζε η καλλιέργεια της γης καθώς και η φροντίδα των ζώων. Με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες ασχολούνταν οι γυναίκες. Τις οποίες βοηθούσαν και τα παιδιά (αγόρια και κορίτσια), αφού οι άντρες δούλευαν στα μεταλλεία ως μεταλλουργοί.
Στη περιοχή Σταυρίν, στις αρχές της Άνοιξης έσπερναν το «κοκκίν» (σιτάρι) και το «κριθάρ’» (κριθάρι). Στη Σάντα τη μέρα της σποράς πίστευαν ότι έπρεπε να υπάρχει νέο φεγγάρι, γιατί διαφορετικά το χωράφι δεν θα είχε προκοπή. Επίσης δεν έσπερναν τη βδομάδα της Λαμπρής. Διότι πίστευαν ότι αυτή η βδομάδα ήταν κούφια και δεν θα πρόκοβε το χωράφι.
Με τον ερχομό της Άνοιξης, στην Ίμερα άρχιζαν να περιποιούνται τα «κεπία», δηλαδή τους λαχανόκηπους. Τους λαχανόκηπους τους λίπαιναν με τα «χούσκια», δηλαδή με φυσικά λιπάσματα. Κατόπιν «επελάευαν», δηλαδή έσκαβαν τους κήπους με το «πέλ‘» δηλαδή με τη σκαπάνη με πλατύ στόμιο.
Στο Σταυρί τους λαχανόκηπους τους καλλιεργούσαν κυρίως οι γυναίκες. Αυτές έσκαβαν, φύτευαν, σκάλιζαν, πότιζαν, βοτάνιζαν, καθάριζαν από τα άγρια χόρτα τα διάφορα λαχανικά και μάζευαν την παραγωγή.
Στο χωριό Δερέταμ ή Μποντζουκλού-Σεκού (Νικοπόλεως) η αρχή της Άνοιξης και τα τέλη του φθινοπώρου ήταν (ως επί το πλείστον) βροχερά. Το χώμα, αν και γόνιμο, ήταν πολύ βαρύ και πηλώδες και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να σπείρουν αρκετή ποσότητα την Άνοιξη για όψιμο καρπό. Οι κάτοικοι είχαν από έναν ή δύο κήπους, όπου φύτευαν κάθε είδους λαχανικά, εκτός από ντομάτες, που δεν ωρίμαζαν, γιατί το καλοκαίρι ήταν πολύ σύντομο.
Κλάδεμα δέντρων
Όσο για το κλάδεμα των δέντρων, κατά την αρχή της Άνοιξης κλάδευαν τα δέντρα και έκοβαν από αυτά τους ξεραμένους καρπούς. Επίσης κλάδευαν πολλά άγρια δέντρα, για να πάρουν τα ξύλα ή να προμηθευτούν λεπτά κλαδιά με φύλλα, για τροφή των αιγοπροβάτων.
Στη Νικόπολη, επειδή οι βροχές κατά τους μήνες της άνοιξης (Απρίλιο και Μάιο) ήταν πολύ ευεργετικές για τη γεωργία. Όταν έβρεχε, οι κάτοικοι, ευτυχισμένοι για τη πλούσια συγκομιδή που θα ακολουθούσε, τραγουδούσαν τραγούδια.
Κτηνοτροφία
Την Άνοιξη φρόντιζαν ιδιαίτερα τα ζώα, τα οποία ήταν κλεισμένα στα μαντριά τους όλο το Χειμώνα. Ήδη με την εμφάνιση του φθινοπώρου και τα πρώτα κρύα, οι Ρομάνες (γυναίκες ειδικές για τη φύλαξη των ζώων) αποχωρούσαν από τα παρχάρια για τα χειμαδιά. Όπου θα έμεναν τα ζώα, ώσπου να ξανάρθει η άνοιξη, οι καλές μέρες. Να φύγει η ομίχλη, να φύγουν τα χιόνια απ’ τα βουνά και να ξαναγυρίσουν πίσω στα παρχάρια.
«Και αναμέν’ την Άνοιξην, τα καλά τα ημέρας
να σ’κούτ’ η δείσ’ ας σο κλαδίν, το χόν’ ας σα ραχία,
να παν ξαν παρχαρεύκουνταν σ’ Αεσέρι τ’ ομάλα»
Στη Λιβερά παραμονές της Άνοιξης έδιναν στα κτήνη «κουκούτζα», δηλαδή μπουμπούκια από φύλλα θάμνων. Στην Ίμερα όλο το χειμώνα οι αγελάδες έμεναν κλεισμένες στα μαντριά.
Την Άνοιξη όμως «επεχάμνιζαν τα χτήνα». Δηλαδή οδηγούσαν τις αγελάδες σ’ ένα ορισμένο μέρος, για να συνέλθουν από το κλείσιμο αυτό του χειμώνα. Μερικές φορές που οι αγελάδες πρήζονταν από την πολλή βοσκή φρέσκου τριφυλλιού, έριχναν στο στόμα τους το «χαψοζώμ’». Δηλαδή ζουμί από παστά χαψία ή «φαρμακοβότανον» και με τη βοήθεια ενός ξύλου κατέβαινε στο στομάχι τους.
Στο Σταυρί η φύλαξη των ζώων γινόταν με επαγγελματίες βοσκούς
Οι επαγγελματίες βοσκοί, σύμφωνα με το έθιμο, έπιαναν υπηρεσία στις 23 Απριλίου, μετά τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Η οποία και διαρκούσε μέχρι τις 15 Αυγούστου, ή μέχρι του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου. Η αμοιβή των βοσκών γινόταν με χρήμα και πιο σπάνια με είδος.
Και η παρχαρομάνα καλούσε όλους ν’ ανέβουν στα παρχάρια, όπου έλιωσαν τα χιόνια και γέμισε ο τόπος χορτάρια. Καλούσε τις ρομάνες και τους τσοπάνους ν’ ανέβουν με τραγούδια και, τέλος, καλωσόριζε τους πρωτοπόρους που θα γέμιζαν τις πλαγιές των βουνών και όλα τα παρχάρια: στην επαρχία της Κερασούντας.
Η έξοδος των αγελάδων για τις ανοιξιάτικες βοσκές έπρεπε απαραίτητα να γίνει την Πρωτομαγιά, έστω και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες
Από την 1η Μαΐου ως τα μέσα Σεπτεμβρίου, καμιά φορά και αργότερα, όταν ο καιρός ήταν καλός, τα κτήνη τρέφονταν βόσκοντας σε ιδιόκτητα λιβάδια, που λέγονταν «μεζιρέδες» ή στα παρχάρια, που ήταν τόπος βοσκής των ζώων, αλλά και τόπος εξοχής, παραθερισμού.
Πρωτομαγιά
Τη ημέρα της Πρωτομαγιάς η παραμονή και η διασκέδαση των κατοίκων στο ύπαιθρο διαρκούσε από το πρωί ως το δειλινό, οπότε και ετοιμάζονταν να επιστρέψουν. Έδιναν τα ζώα στην εντεταλμένη γυναίκα για τη φύλαξη και την περιποίησή τους. Ενώ αυτοί, ανά ομάδες, γυρνούσαν πίσω φορτωμένοι με λουλούδια από την εξοχή.
Η ξενιτιά
Στον Πόντο και ιδίως στα ορεινά μέρη ο εκπατρισμός γινόταν για σπουδές, για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους (χατζουλούκ’) ή και για εξεύρεση εργασίας. Η μετανάστευση για εξεύρεση εργασίας γινόταν την Άνοιξη και η επιστροφή το Φθινόπωρο. Την Άνοιξη επίσης μπαρκάρανε στα καράβια.
Οι νέοι ένιωθαν λύπη με τον ερχομό της Άνοιξης και το λουλούδισμα της φύσης, γιατί ο ερχομός της ήταν μήνυμα χωρισμού, εξαιτίας της ξενιτιάς και αναρωτιόνταν ποιος θα την αντέξει:
«Έρθεν, αρνόπο μ’ η άνοιξη κι ο κόσμον πρασινίζει
η χωρισία σούμωσεν, ποίος θα ταενίζει»
Και ενώ όλοι με χαρά περίμεναν την Άνοιξη, οι νέες κοπέλες περίμεναν με αγωνία το Φθινόπωρο. Γιατί τότε, επιστρέφοντας οι άντρες από την ξενιτιά, θα γύριζαν στα σπίτια τους. Ενώ οι ανύπαντροι θα παντρεύονταν ή θα αρραβωνιάζονταν…