Το παρακάτω παραμύθι παρουσιάστηκε στην Ποντιακή διάλεκτο, τον Φεβρουάριο του 1954 μέσα από τα «Χρονικά του Πόντου». Το οποίο εξέδιδε τότε ο Σύλλογος Ποντίων «Αργοναύτες Κομνηνοί».
Πρόκειται για παραμύθι της περιοχής Χαλδίας, που το κατέγραψε και το απέδωσε ο Γεώργιος Κανδηλάπτης
Το Παραμύθι
Έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε γιο «κιαμούλ καί αχουλούν», φρόνιμο κι έξυπνο δηλαδή. Ο βασιλιάς χαιρόταν, πως όταν πεθάνει, θα αφήσει πίσω του διάδοχο… «πεδιξασμένον».
Στα κάμποσα χρόνια επάνω, ο γιος του βασιλιά παρακάλεσε τον πατέρα του, να του δώσει την άδεια, να περιδιαβεί στο βασίλειο του και να γνωρίσει τους ανθρώπους του. Να δει τα «ατέτα» τους (τις συνήθειες τους δηλαδή). Να μάθει πολλά πράγματα και να κυβερνήσει κι εκείνος σαν τον πατέρα του, όμορφα!
Ο βασιλιάς του έδωσε την άδεια και ένα σακούλι με λίρες και τον «επροβόδωσεν»…
Το βασιλόπουλο για να μην τον γνωρίσουν φόρεσε «λώματα» (ρούχα δηλαδή) χωριάτικα. Κρέμασε στη μέση του ένα σπαθί και βγήκε στο δρόμο. Στις δύο ημέρες, πήγε σε μία πολιτεία και είδε πως ένας άνθρωπος έγραφε πάνω σε κομμάτια χαρτιού, δυο τρία λόγια και τα πετούσε στη θάλασσα. Τον πλησίασε και τον καλημέρισε.
- «Καλώς το βασιλόπουλο!» απάντησε ο γέροντας.
Ο νεαρός θαύμασε και τον ρώτησε…
- «Πώς γνωρίζεις που είμαι βασιλόπουλο;»
- «Εγώ ξέρω του καθενός την τύχη!» είπε ο γέρος…
Έβγαλε τότε το βασιλόπουλο και του έδωσε ένα φλουρί και ο γέροντας, πρόβλεψε:
- «Σε ένα χωριό που θα πας, θα βρεις ένα εφτάχρονο κορίτσι άρρωστο, που θα την πάρεις για γυναίκα σου»!
Ξαναθαύμασε την ικανότητα του γέροντα το βασιλόπουλο και έβαλε στο νου του να πάει να βρει το κορίτσι και να το σκοτώσει! Γιατί άρρωστη γυναίκα δεν ήθελε να πάρει.
Αφού γύρισε αρκετά χωριά, κάποτε έφτασε μουσαφίρης και στο χωριό που του ‘χε πει ο γέρο-μάντης. Οι οικοδεσπότες που τον δέχθηκαν στο σπίτι τους, ήταν άνθρωποι γελαστοί και φιλόξενοι! Μα τόσο πολύ φτωχοί που… «πεντικός απέσ’ ’ς οσπίτ’ν ατούν ’κ ελευρούτον». Δηλαδή και το ποντίκι νηστικό έμενε στο σπίτι αυτό, μιας κι ούτε καν αλεύρι δεν μπορούσε να βρει, για να φάει.
Τους λυπήθηκε το βασιλόπουλο και έβγαλε και τους έδωσε ένα φλουρί κι αυτοί πήγαν κι αγόρασαν «το κάλλος του Θεού» κι έφαγαν και διασκέδασαν. Εκεί που έτρωγαν ακούσανε μια φωνή:
- «Μάνα, φέρε μου λίγο νερό».
Ρώτησε ο νέος ποιος τους φώναξε κι εκείνοι του είπαν πως είχαν μια κόρη, που βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο. Πως ήταν εφτά χρονών, πολύ άρρωστη και δεν πέθαινε να σωθούνε! Το βασιλόπουλο κατάλαβε αμέσως πως αυτή ήταν η τύχη του! Όπως το είχε προβλέψει ο γέρος μάντης. Έτσι έβαλε στο νου, να τη σκοτώσει!
Τη νύχτα, όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του κοριτσιού, σηκώθηκε κρυφά, κοίταξε και είδε πως σε μια κούνια μέσα κοιμάται ένα «μεχλέντς, άρρωστο και νεραξίαν». Ένα μικρό άρρωστο σίχαμα δηλαδή.
Σήκωσε το σπαθί του και το κάρφωσε στου μωρού την κοιλιά. Φοβούμενος τις συνέπειες, έφυγε τρέχοντας. Ξεχνώντας τα φλουριά, κάτω από το μαξιλάρι του.
Ο Θεός όμως δεν ξέχασε το πλάσμα του και το μαχαίρι «επήγεν εξώφυλλα» (δεν κατόρθωσε να επιφέρει το θάνατο της). Καθώς το κορίτσι είχε στην κοιλιά του μια άσχημη πληγή, σύρθηκε κι έτρεξαν από μέσα αίματα και φαρμάκια μαζί.
Πήρε ανάσα και «εκούηξεν»:
- «Μάνα έλα, κάτ’ έπαθα»!
Έτρεξαν οι γονείς της και βρήκαν το μαχαίρι. Τους είπε τότε η κοπέλα πως ένα παλικάρι το κάρφωσε στην κοιλιά της. Έτσι έτρεξαν έξω τα δηλητήρια κι έγινε καλά! Κατάλαβαν πως ο μουσαφίρης το έκανε κι έτρεξαν στο δωμάτιο του. Μα εκεί βρήκαν μόνο τα φλουριά.
Με τις λίρες που βρήκαν έχτισαν ένα μεγάλο χώρο φιλοξενίας. Όποιος έφτανε στα μέρη τους, πήγαινε στον οντά τους! Έτρωγε, έπινε, κοιμόταν, τους ευχόταν και μετά έφευγε. Όλος ο κόσμος άρχισε να συζητά το καλό που έκαναν. Ήταν καλό Χριστιανικό, που ούτε ο βασιλιάς το έκανε!
Σαν το έμαθε ο βασιλιάς, στέλνει στο χωριό τον γιο του, να δει ποιος ήταν αυτός που έκανε τέτοιο «σοχρέτ»! Θεοφιλές έργο δηλαδή.
Όταν έφθασε εκεί ο γιος του βασιλιά, είδε μια όμορφη και χιλιέμορφη κοπέλα να κάθεται στο μπαλκόνι και να κεντά ένα μαντήλι. Από την ομορφιά της έλαμπε σαν τον ήλιο και την αγάπησε αμέσως!
Κάθισε λίγες ημέρες στον τόπο εκείνο. Έπειτα γύρισε και ζήτησε από τον πατέρα του να στείλει προξενητάδες και να τον αρραβωνιάσουν με την κοπέλα που αγάπησε. Τι να έκανε κι ο βασιλιάς; Εκπλήρωσε το χατίρι του γιου του. Έστειλε τον έμπιστο του άνθρωπο και αρραβώνιασε το γιο του με την κοπέλα. Στις 40 ημέρες επάνω έκαναν και τη «χαρά» (δηλαδή τον γάμο).
«Ντο καιρόν ντό επαρεθέκαν άτ’ς» (όταν βρεθήκαν μόνοι, θα λέγαμε σήμερα εμείς) ο νεαρός είδε τη «σύχναν», το σημάδι δηλαδή του μαχαιριού, στης κοπέλας την κοιλιά.
Την παρακάλεσε να του πει πως έγινε και είχε τέτοιο σημάδι επάνω της. Η κοπέλα «σιφτέν ’κ εθέλεσεν» (στην αρχή δεν θέλησε). Αλλά μετά τα παρακάλια, του είπε πως ένας κλέφτης πήγε κι έμεινε κάποτε στο σπίτι τους κι εκείνος τη μαχαίρωσε. Αλλά ο Θεός την λυπήθηκε και κακό δεν έπαθε! Μοναχά τα δηλητήρια που την κρατούσαν άρρωστη έτρεξαν έξω κι έτσι έγινε καλά…
Τότε ο νεαρός, έπεσε στα χέρια της και της είπε πως εκείνος έκανε το κακό και «εψαλάφεσεν συγχώρησιν» (ζήτησε συγχώρεση) και έζησαν καλά και ευτυχισμένα!
Έτσι βγήκε και ο λόγος που λέει:
«Ο Θεός ντό γράφτ’ ‘κι απογράφκεται»
Δηλαδή… «Ο Θεός ότι γράφει δεν ξεγράφεται»
Μετάφραση: Λένα Σαββίδου