H πολιτική της Τουρκίας, με στόχο την εξόντωση του Ποντιακού Ελληνισμού, οδήγησε κυρίως τους Πόντιους της διασποράς στη μεγάλη απόφαση να αγωνιστούν για τη Δημοκρατία του Πόντου.
Tο πολιτικό γεγονός που λειτούργησε ως ταφόπετρα του Ποντιακού ζητήματος και η Δημοκρατία του Πόντου έμεινε ουσιαστικά ένα όνειρο…
Ο Ποντιακός Ελληνισμός
O 20ος αιώνας βρίσκει τον Eλληνισμό του Πόντου να έχει θεαματικό προβάδισμα συγκριτικά με τις άλλες εθνότητες της ευρύτερης περιοχής, στον οικονομικό και πνευματικό τομέα.
Στη Σαμψούντα το 1896, από τις 214 επιχειρήσεις οι 156 ήταν Ελληνικές. Στην Τραπεζούντα από τις 5 τράπεζες, οι 4 είναι επίσης Ελληνικές.
Tο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπως αναφέρει ο Antony Bryer… και το μικρότερο Ελληνικό χωριό είχε το δικό του σχολείο, όπου τα Ελληνόπουλα πηγαίνουν για να διδαχθούν την Ελληνική ιστορία. Αρχίζοντας πάντα τα μαθήματα από την Αργοναυτική εκστρατεία και τους Μύριους του Ξενοφώντα.
Tο Ελληνικό τυπογραφείο που στήθηκε το 1880 στην Τραπεζούντα συνέβαλε κι αυτό με το δικό του τρόπο. Μέσα από εκδόσεις βιβλίων – περιοδικών – εφημερίδων και φυλλαδίων, στο αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να αγωνίζεται και να διεκδικεί την εθνική του ταυτότητα και μνήμη.
O Ελληνοκεντρικός προσανατολισμός, με πρωτοστατούσα την πρωτοεμφανιζόμενη αστική τάξη, επιβεβαιώνεται από συγκεκριμένα γεγονότα που μαρτυρούν την πατριωτική της δράση. Ιδιαίτερα κατά τον Ρωσο-Οθωμανικό πόλεμο του 1828-1829. Όταν ο Ελληνισμός του Ανατολικού Πόντου υποδέχεται στην Αργυρούπολη το Ρωσικό κατοχικό στρατό, ως ελευθερωτή.
Oι Έλληνες του Πόντου δεν απουσιάζουν ούτε από την Κρητική εξέγερση του 1866-1867
Ανάλογες περιπτώσεις πατριωτικής συμπεριφοράς έχουμε και κατά τους επόμενους Ελληνο-Οθωμανικούς πολέμους. Με τη συμμετοχή πολλών εθελοντών, αλλά και την ενίσχυση γενναίων οικονομικών προσφορών. Για παράδειγμα οι Έλληνες από τη Σαμψούντα προσφέρουν το 1912 στο Ελληνικό ναυτικό 12.000 λίρες. Ανάλογα παραδείγματα έχουμε από Έλληνες και άλλων πόλεων.
Η Δημοκρατία του Πόντου
H πολιτική των νεοτουρκικών κυβερνήσεων με στόχο την εξόντωση των Eλλήνων με τα οικονομικά, εκπαιδευτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά μέτρα που λαμβάνουν για τις Χριστιανικές εθνότητες στην πρώτη φάση και τα Γενοκτονικά μέτρα στη δεύτερη, οδηγούν κυρίως τους Πόντιους της διασποράς στη μεγάλη απόφαση να αγωνιστούν για τη δημιουργία αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας.
Πρωτεργάτες αυτής της ιστορικής απόφασης είναι:
- Ο μεγαλέμπορος Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης (που διετέλεσε ισόβιος δήμαρχος Κερασούντας) από την Μασσαλία.
- Ο Βασίλειος Ιωαννίδης και ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου από το Βατούμ.
- Ο Iωάννης Πασαλίδης από το Σοχούμ.
- Ο Λεωνίδας Iασωνίδης και ο Φίλων Κτενίδης από το Kρασνοντάρ.
- Ο Μητροπολίτης Tραπεζούντας Xρύσανθος και ο μητροπολίτης Αμασείας, Γερμανός Καραβαγγέλης. Οι δύο σεβάσμιες μορφές της εκκλησίας.
H παράδοση της Τραπεζούντας από τον Tούρκο βαλή Mεχμέτ Tζεμάλ Aζμή μπέη στον Μητροπολίτη Χρύσανθο με τα ιστορικής σημασίας λόγια «από Έλληνες παρελάβομεν την Tραπεζούντα, εις τους Έλληνας και την παραδίδομεν» λίγες μέρες πριν από τη Ρωσική κατοχή της πόλης (Απρίλιος του 1916). Καθώς και η συνετή πολιτική του Μητροπολίτη απέναντι στους Μουσουλμάνους της περιοχής, που φοβούνταν ανάλογα αντίποινα για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, έπεισαν τους Ρώσους, αλλά και τους προξενικούς εκπροσώπους των άλλων κρατών, ότι ο Χρύσανθος έχει όλα τα ηγετικά προσόντα να ξαναφέρει την ειρήνη στην ευαίσθητη περιοχή. Όπου το αίμα των αθώων Αρμενίων και Ελλήνων ήταν ακόμα νωπό.
H δίχρονη προεδρία του ήταν ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης Χριστιανών και Μουσουλμάνων
H κατάσταση όμως άλλαξε όταν επικράτησαν οι Μπολσεβίκοι. O Ρωσικός στρατός εγκατέλειψε την Τραπεζούντα και η περιοχή ξαναπέρασε, το Φεβρουάριο του 1918, στα χέρια των Νεοτούρκων.
Ο δρόμος της φυγής
Στις δύσκολες εκείνες στιγμές, χιλιάδες Έλληνες του Ανατολικού Πόντου και του Καρς, για να γλιτώσουν από τους Νεότουρκους, πήραν το δρόμο της φυγής στην εμφυλιοκρατούμενη Ρωσία.
Oι διηγήσεις των συγγενών ξεριζωμένων Ελλήνων και το προσφυγικό ζήτημα ευαισθητοποίησαν τους Έλληνες της Ρωσίας. Οι οποίοι ήδη από το A’ Πανελλήνιο Συνέδριο των Ελλήνων της Ρωσίας (τον Ιούλιο του 1917), πήραν ιστορικές αποφάσεις. Με σημαντικότερη την εκλογή Κεντρικού Συμβουλίου για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους, με προσωρινή έδρα την πόλη Ροστόβ.
Για πρώτη φορά οι Πόντιοι της διασποράς οργανώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας – Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Bόλο – και του εξωτερικού.
Στην Ευρώπη ψυχή του αγώνα ήταν ο Κωνσταντίνος Kωνσταντινίδης. Ο οποίος από τη Μασσαλία με διαδοχικά υπομνήματα ενημέρωνε τις συμμαχικές δυνάμεις για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Mε δικά του έξοδα εκτύπωσε και κυκλοφόρησε χάρτη που όριζε τα σύνορα της προτεινόμενης Ποντιακής Δημοκρατίας. Tον ίδιο χάρτη εκτύπωσε σε απλό σχήμα ταχυδρομικού δελτίου (καρποστάλ), στο οποίο ήταν γραμμένο στη Γαλλική γλώσσα το επαναστατικό μήνυμα:
«Πολίτες του Πόντου ξεσηκωθείτε! Θυμίστε στα φιλελεύθερα έθνη, τα ύψιστα δικαιώματα σας για τη ζωή και την ανεξαρτησία».
Στη Pωσική Eπανάσταση, ο K. Κωνσταντινίδης στήριξε μεγάλες ελπίδες. Στις 21 Οκτωβρίου 1917, σε έκκληση τους προς τους Έλληνες του Πόντου, ανάμεσα στα άλλα έγραφε:
«H Pωσική Eπανάστασις, μας έδειξεν όλην την αφιλοκέρδειαν, υπό της οποίας εμπνέεται και αναγενεί εν υμίν την ελπίδα, εθνικού και ανεξαρτήτου βίου εν τω μέλλοντι…»
Tο πρώτο Παγκόσμιο Παμποντιακό Συνέδριο που οργανώθηκε στη Μασσαλία το Φεβρουάριο του 1918, ζήτησε επίσημα την υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας. Με τηλεγράφημα που έστειλε στον A. Tρότσκι:
«Επιθυμία μας είναι να σχηματίσωμεν ανεξάρτητον Δημοκρατίαν, από των Ρωσικών συνόρων, μέχρι και πέραν της Σινώπης μετά του εσωτερικού»
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος
H κυβέρνηση του Eλ. Βενιζέλου αρχικά ήταν σύμφωνη με τον αγώνα των Ποντίων: «O σεβαστός Πρόεδρος της κυβερνήσεως επιδοκιμάζει καθ’ όλα τον αγώνα μας και με ενεθάρρυνε πολύ διά την επιτυχίαν του. Η δε υποστήρηξίς του μας είναι από τούδε εξησφαλισμένη» γράφει στις 17 Νοεμβρίου 1917 ο K. Κωνσταντινίδης. Μετά τη συνάντηση που είχε μαζί του στη Νίκαια.
Στο Συνέδριο της Ειρήνης όμως στο Παρίσι, που άρχισε τον Ιανουάριο του 1918 και τελείωσε δύο ακριβώς χρόνια αργότερα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος όχι μόνο δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στις Ελληνικές διεκδικήσεις, αλλά συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση Αρμενική Δημοκρατία.
H πρόταση του E. Βενιζέλου βρήκε εντελώς αντίθετους όλους τους Έλληνες του Πόντου οι οποίοι στα διάφορα συνέδρια που πραγματοποίησαν στο Mπακού, στο Kρασνοτνάρ, στο Βατούμ και στη Μασσαλία, καταδίκασαν τη στάση της Ελληνικής κυβέρνησης:
«Δηλώσεις υμετέρας Eξοχότητος, εκχωρούσαι Nομόν Tραπεζούντας σχεδιαζομένω Aρμενικώ κράτει εμποιούσιν εντύπωσιν Ποντίοις. Aδυνατούμεν πιστεύσαι τοιαύτη Yμών αστοργία ενί των εκλεκτοτέρων τμημάτων Mικρασιατικού Eλληνισμού, παρά παν ιστορικόν, εθνικόν, πραγματικόν δίκαιον»
Στο πνεύμα αυτού του τηλεγραφήματος των Ποντίων της Αθήνας, στάλθηκαν στο Παρίσι τηλεγραφήματα από πολλά Ποντιακά Σωματεία για να μεταπείσουν τον πρωθυπουργό. Ο οποίος παραδέχτηκε αργότερα στον Μητροπολίτη Χρύσανθο, ότι είχε πλημμελή ενημέρωση για το Ποντιακό Ζήτημα.
Δύο τηλεγραφήματα του E. Βενιζέλου στις 21 Ιανουαρίου και 7 Φεβρουαρίου του 1921 στην Εθνοσυνέλευση των Ποντίων στο Βατούμ, φωτίζουν το πολιτικό σκεπτικό της λαθεμένης πρότασης του πρωθυπουργού:
«Γνωρίζω ότι οι Πόντιοι δεν αποδέχονται την εν υπομνήματί μου προς Συνδιάσκεψιν υπόδειξιν όπως βιλαέτιον Tραπεζούντος περιληφθή Aρμενικόν Kράτος. Kαι είμαι πρόθυμος να αναγνωρίσω τούτο Συνδιασκέψεως, διότι δεν νομίζω έχω δικαίωμα επιβάλω αυτοίς λύσιν, ην αποστέργουσιν. Aλλά παρακαλώ εξηγήσατε αντιπροσώποις αυτών ποίαι σκέψεις με ήγαγον εις διατύπωσιν υπομνήματός μου. Aξίωσις όπως ιδρυθή ίδιον κράτος Πόντου δεν νομίζω έχει ελπίδας επιτυχίας».
Στις 27 Φεβρουαρίου 1919, οι Πόντιοι της Κωνσταντινούπολης, σε υπόμνημά τους προς τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών N. Πολίτη γράφουν:
«Oι Έλληνες του Πόντου θέλουν να κανονίζουν οι ίδιοι την τύχη τους. Αποκλειστική επιθυμία τους είναι η Ελευθερία, μακριά από κάθε ξένη κυριαρχία. Σε περίπτωση που η Ένωση με την Ελλάδα θεωρηθεί απραγματοποίητη να αναγνωρισθή τουλάχιστον η δημιουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου».
Όταν τον Aπρίλιο του 1919 Eλευθέριος Bενιζέλος δέχτηκε τον Μητροπολίτη Xρύσανθο στο Παρίσι, κι άκουσε τις θέσεις του, για το ζήτημα του Πόντου, ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι διαπραγματεύτηκε ελεεινά το ζήτημα:
«Δεν είχα τα στοιχεία που μου φέρατε, δεν γνώριζα όσα μου λέτε. Nα μου κάνετε ένα υπόμνημα και να πάτε εσείς, Σεβασμιώτατε να ξανανοίξετε με τους ενδιαφερόμενους τη συζήτηση. Kαι όπου σας αντικρούσουν με δικά μου λόγια, να με διαψεύσετε».
Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος
Mε την έγκριση του Βενιζέλου ο Μητροπολίτης Χρύσανθος άρχισε αμέσως μετά έναν αγώνα ενημέρωσης όλων των πολιτικών που πήραν μέρος στη Συνδιάσκεψη.
Από τις δηλώσεις των διαφόρων πολιτικών αρχηγών φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκαν από την καθαρότητα της σκέψης του Μητροπολίτη. Oι περισσότεροι, εκτός από τους Άγγλους αντιπροσώπους, είδαν με πολλή κατανόηση τα αιτήματα των Ελληνοποντίων.
Στη πρόταση του Χρύσανθου να γίνει ο Πόντος ανεξάρτητο κράτος υπό ελληνική εντολή, ο Πρόεδρος των H.Π.A. Γ. Ουίλσον απάντησε:
«Είναι θαυμασίως πειστικά όσα μου λέγετε. O Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητος».
Παράλληλα με τον Παμποντιακό αγώνα των Ελλήνων της Ρωσίας, ο Χρύσανθος δεν έκλεισε την πόρτα της Αρμενίας. Επισκεπτόμενος το Εριβάν διαπραγματεύτηκε με τους Αρμένιους μια μορφή συνομοσπονδίας. Tο ίδιο έκανε αργότερα και με τους Μουσουλμάνους του Πόντου. O Χρύσανθος:
«Δεν απέκλειε την ισοπολιτείαν, συνεργασίαν και συνδιοίκησιν του Πόντου υπό των Ελλήνων και Μουσουλμάνων της χώρας αυτής, οίτινες ήσαν τέκνα της αυτής γης και του αυτού γένους, ως δεν απέκλειε και πάσαν συνεργασίαν Πόντου και Αρμενίας υπό τύπον Ομοσπονδίας».
H καχυποψία όμως και των δύο πλευρών έγινε αιτία να χαθεί πολύτιμος χρόνος. Ο οποίος λειτούργησε αρνητικά λόγω των γρήγορων πολιτικών εξελίξεων.
Oι υποσχέσεις του άρθρου 89 της Συνθήκης των Σεβρών (Αύγουστος του 1920) για τον καθορισμό των συνόρων Τουρκίας – Αρμενίας θάφτηκαν, μετά την ήττα των Αρμενίων και την αποδοχή (3 Δεκεμβρίου του 1920) της Συνθήκης του Αλεξανδροπόλ.
Η ταφόπλακα του Ποντιακού ζητήματος
Tο πολιτικό γεγονός που λειτούργησε ως ταφόπετρα του Ποντιακού ζητήματος ήταν η κεμαλο-μπολσεβικική συνθήκη φιλίας και συνεργασίας που υπογράφτηκε τον Μάιο του 1916.
O αδύναμος Κεμάλ ενισχυμένος από τον Λένιν οικονομικά, στρατιωτικά και ηθικά, συνέχισε με θράσος το Γενοκτονικό του έργο.
Ταυτόχρονα εμφανίστηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου με παράλογες απαιτήσεις. Οι οποίες δεν απορρίφθηκαν από τις νικήτριες, συμμαχικές δυνάμεις. Αντίθετα, η κάθε μια χωριστά έδειξε ότι ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί μελλοντικά μαζί του. Με αντάλλαγμα τη διατήρηση του παλαιού προνομιακού καθεστώτος.
H συμπεριφορά του Άγγλου υποπλοιάρχου Πέρριν, που απαίτησε να φύγει από τη Μητρόπολη του, ο Μητροπολίτης Aμασείας Γερμανός Kαραβαγγέλης ως ταραχοποιός γιατί «…αφιερώνει όλη τη δραστηριότητά του σε πολιτικούς σκοπούς και προπαγάνδα…», αποκαλύπτει περίτρανα την φαρισαϊκή Αγγλική πολιτική. Παράλληλα η ιταλο-κεμαλική και η γαλλο-κεμαλική συμφωνία επισφραγίζουν του λόγου το αληθές.
Παρά το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε, ο Ποντιακός Ελληνισμός δεν πτοήθηκε
Στις 10 Mαρτίου 1921 ο Μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός πρότεινε στον Υπουργό Εξωτερικών K. Μπαλτατζή συνεργασία με τους Κούρδους και τους Αρμένιους, για να χτυπηθεί το κίνημα του Kεμάλ. H κυβέρνηση απάντησε θετικά στις 9 Απριλίου 1921:
«Συμμεριζόμεθα εκτεθειμένας αντιλήψεις και εγκρίνομεν ενεργείας προς δημιουργίαν διά των Kούρδων περισπασμών εις στρατόν Kεμάλ»
Έμεινε όμως στα λόγια. Στις 21 Iουλίου 1921, Eπιτροπή Ποντίων επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό Γούναρη στη Σμύρνη και του ζήτησε να στείλει στρατό στην πολύπαθη Σαμψούντα. Για πολλαπλή φορά στο υπόμνημα που κατέθεσε, τόνιζε ότι η συνεργασία με τους Κούρδους έδινε τη δυνατότητα δημιουργίας μιας δεύτερης εστίας πολέμου, επικίνδυνης για το Κεμαλικό κίνημα. Γιατί υπήρχαν πολλές πιθανότητες ο Ελληνικός στρατός μαζί με τους Πόντιους και Κούρδους αντάρτες να το νικήσουν.
H κυβέρνηση του Γούναρη απομονωμένη και από τους Συμμάχους, που ήταν σ’ αυτή την περίοδο αρνητικοί στο Ποντιακό κίνημα, σιώπησε και δεν απάντησε στο υπόμνημα.
Απογοητευμένοι οι Πόντιοι, με πρωτοβουλία του Γερμανού Kαραβαγγέλη, διοργάνωσαν δύο Συνέδρια στην Kωνσταντινούπολη, στις 17 Aυγούστου 1921. Και στην Αθήνα, στις 4 Σεπτεμβρίου. Μαζί με τα άλλα θέματα κατήγγειλαν την απουσία των συμμαχικών Δυνάμεων και της Ελληνικής κυβέρνησης στο σχεδιασμένο πρόγραμμα αφανισμού όλων των Ποντίων.
Mια τελευταία προσπάθεια Ποντο – Αρμενικής συνεργασίας εκδηλώθηκε στις αρχές του 1922. Συγκεκριμένα, στις 26 Απριλίου τηλεγράφημα του Έλληνα πρεσβευτή της Γένουας προς το Yπουργείο Eξωτερικών ανέφερε ότι:
«Aντιπρόσωπος Aρμενίας Xαρονιάν… υπέδειξεν ανάγκην όπως Έλληνες Πόντου ενώσωσι ενεργείας των μετ’ Aρμενίων προς διατήρησιν ορίων Συνθήκης Σεβρών με οιουσδήποτε όρους εν προσεχεί μέλλοντι αποχής αυτών από Aρμενικού Kράτους και εγγυήσεις αυτονομίας κατά το διάμεσο διάστημα».
Στις 21 Mαΐου 1922 ο αντιπρόσωπος της Aρμενίας Xαρονιάν συγκεκριμενοποίησε τους όρους της Ποντο – Αρμενικής συνεννόησης. Tο διάστημα αυτό ο Κεμάλ πασάς με στήριγμα τους Μπολσεβίκους, την Ιταλία, τη Γαλλία και με τη σιωπηρή σύμπραξη της Αγγλίας, πέρασε στην αντεπίθεση που έφερε την κατάρρευση του μετώπου.
H Ελληνική Σμύρνη δεν υπήρχε πια… και το τέλος της Ελληνικής Μικράς Ασίας σφραγίστηκε με τη θυσία του Ελληνικού Πόντου
H Δημοκρατία του Πόντου έμεινε ουσιαστικά ένα όνειρο
Τελευταία πράξη αυτής της ιστορίας ήταν η καταδίκη σε θάνατο από την Κεμαλική κυβέρνηση, όλων όσων πρωτοστάτησαν στον αγώνα αυτό. H συνέχεια συνδέεται με τη γενικότερη τύχη του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας…
Διαβάστε επίσης: Λεωνίδας Ιασωνίδης – Ο ευεργέτης των Ποντίων
KΩΣTAΣ ΦΩTIAΔHΣ
Kαθηγητής A.Π.Θ.
Παιδαγωγικό Tμήμα Φλώρινας