Μετά τη καταστροφή του 1922, οι Έλληνες της Καππαδοκίας έπρεπε να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. «Ανταλλαγή πληθυσμών» το είπαν και έβαλαν όλοι οι «Μεγάλοι» την υπογραφή τους.
Δεν είναι λόγια απλά, είναι η ιστορία ανθρώπων…
Προκόπι, πατρίδα μου
Ο Μεχμέτ ανηφόριζε, όπως κάθε πρωί, για τη δουλειά του. Είναι ιδιοκτήτης ενός καταστήματος στο «Ουργκιούπ» (Προκόπι Καππαδοκίας). Αν και έχουν περάσει 60 χρόνια από πάνω του, κάθε πρωί φτάνει με την ίδια καλή διάθεση.
Από το ύψος του δρόμου αγκαλιάζει με το βλέμμα του όλο το «Ουργκιούπ». Χτισμένο αμφιθεατρικά πάνω σε δύο μεγάλους βράχους, σε ένα οροπέδιο ύψους 1.200 μέτρων και κοντά στον ποταμό Άλυ, αποτελεί ένα μοναδικό θέαμα. Η ομορφιά των παλαιότερων λαξευμένων σπιτιών μέσα στους μαλακούς βράχους δηλώνει την ταυτότητα της Καππαδοκικής γης, όπου ανήκει.
Ο Μεχμέτ γυρίζει το βλέμμα του στο παλιό φρούριο, στην κορυφή του βράχου. Καστρινός κι αυτός, όπως αυτοαποκαλούνταν και οι πρόγονοί του, είναι περήφανος για τον τόπο του. Μ’ αυτή τη σκέψη βγάζει τα κλειδιά του…
Τότε ακούει μια παρέα νέων με σακίδια να κατηφορίζουν στο δρόμο, μιλώντας Ελληνικά
Χωρίς δεύτερη σκέψη, τους πλησιάζει και με μια απερίγραπτη χαρά τους χαιρετά και τους αγκαλιάζει. Τα μάτια του λάμπουν. Η παρέα κοιτά έκπληκτη. Ξεκινά να τους μιλά εκεί στη μέση του δρόμου. Με όσα Ελληνικά θυμάται, τους παρακαλεί να περάσουν για ένα κέρασμα από το μαγαζί του. Όσο κι αν προσπαθούν να το αποφύγουν, η επιθυμία του τους νικά.
Μέσα στο κατάστημα, όρθιος ο Μεχμέτ, δεν σταματά λεπτό να τους μιλά για «τους φίλους του πατέρα του, τους Έλληνες». Ανοίγει μπροστά τους τα βιβλία που έχει φυλαγμένα.
Η παρέα διαβάζει έκπληκτη τον τίτλο «Προκόπι, πατρίδα μου». Ένα λεύκωμα γεμάτο με φωτογραφίες της Ελληνικής κοινότητας. Ο Μεχμέτ τις ξεφυλλίζει και τα μάτια γεμίζουν δάκρυα. Μιλάει τόσο ζωντανά, σαν να είναι δικά του βιώματα.
Η αγάπη του πατέρα του, που μέχρι τα βαθιά γεράματά του μιλούσε για τους Έλληνες συντοπίτες του, τους «αδελφούς», όπως πάντα τους αποκαλούσε, έχει περάσει και στον ίδιο.
Η ατμόσφαιρα ζεσταίνει και η παρέα των Ελλήνων αρχίζει να ρωτά για τον τόπο. Και ο Μεχμέτ, ευτυχισμένος για τη συνάντηση, απαντά σε όλα. Λες και νιώθει το χρέος να μοιραστεί την αλήθεια του πατέρα του.
Έφυγαν άδικα οι Έλληνες
Σχεδόν 100 χρόνια πριν, έφυγαν άδικα οι Έλληνες. Ένα πρωτόγνωρο γεγονός στην ιστορία όλου του κόσμου. «Ανταλλαγή πληθυσμών» το είπαν και έβαλαν όλοι οι «Μεγάλοι» την υπογραφή τους. Μετά την καταστροφή του 1922 οι Έλληνες της Καππαδοκίας έπρεπε να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς.
Οι Τούρκοι της περιοχής δεν ήθελαν να φύγει ο Ελληνισμός. Έκαναν ενέργειες και στην Άγκυρα ακόμα, να μη φύγουν. Είχαν την ανάγκη τους. Οι Έλληνες κρατούσαν το εμπόριο, την οικονομική ζωή του τόπου. Αυτοί δεν είχαν ιδέα από εμπορικές επιχειρήσεις, ήταν τσιφλικάδες.
Όμως, ήταν όλα κανονισμένα. Οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν με τρένα στην Κιλικία, όπου επιβιβάζονταν σε πλοία για την Ελλάδα. Η προετοιμασία για την αναχώρηση ήταν επώδυνη για όλους. Ο Μεχμέτ θυμάται ακόμα τον πατέρα του να λέει με πόνο:
«Ετοίμασαν τα γιούκια, τα μπαούλα, με ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν. Τους παρακαλούσαμε κλαίγοντας να μη φύγουν οι Έλληνες, τα αδέλφια μας»
Ο Μεχμέτ γυρίζει τις σελίδες των βιβλίων και μεταφέρει τα λόγια του πατέρα του, όπως τα είχε φυλαγμένα μέσα του πάνω από μισό αιώνα. Και το ξέρουν όλοι, δεν είναι λόγια απλά, είναι η ιστορία των ανθρώπων που έμεναν εδώ για πάνω από 3000 χρόνια…
Η παρέα, πριν φύγει, τον ρωτά πώς θα φτάσει στο «Ibrahimpasha». Ο Μεχμέτ τους διορθώνει με ευγένεια:
«Εμείς, το χωριό αυτό το ξέρουμε με την πραγματική ονομασία του, «Babayan», Παπαγιάννη δηλαδή».
Πριν τους αποχαιρετήσει, στέκεται στην πόρτα του καταστήματος συγκινημένος. «Έφυγε το χρυσάφι και ήρθε το μολύβι», ψιθυρίζει. Μια φράση που έλεγαν οι ντόπιοι του τόπου του για την ανταλλαγή των πληθυσμών.
«Έφυγε το χρυσάφι και ήρθε το μολύβι», επαναλαμβάνει, πριν η πόρτα κλείσει…
* Το Προκόπι της Καππαδοκίας βρίσκεται 50 χιλιόμετρα δυτικά της Καισάρειας, μέσα σε μια πανέμορφη κοιλάδα γεμάτη φυσικές πυραμίδες, λόγω της ηφαιστειακής δραστηριότητας του Αργαίου Όρους. Εκεί αγίασε ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος. Το 1985 χαρακτηρίστηκε από την UNESCO μνημείο φυσικής κληρονομιάς.