Κάποτε, στη Νικόπολη του Πόντου (Γαράσαρη την έλεγαν οι ντόπιοι), έγινε ένα φονικό. Ένας Τούρκος σκότωσε κάποιον ομοεθνή του. Για να βγάλει από πάνω του την ευθύνη, κατηγόρησε έναν Ρωμιό στη χωροφυλακή.
Διαβάστε την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία
και ακούστε το τραγούδι παρακάτω
Η ιστορία του τραγουδιού
Κάποτε, στη Νικόπολη του Πόντου (Γαράσαρη την έλεγαν οι ντόπιοι), έγινε ένα φονικό. Ένας Τούρκος σκότωσε κάποιον ομοεθνή του. Για να βγάλει από πάνω του την ευθύνη, κατηγόρησε στη χωροφυλακή έναν «Ρωμιό».
Οι Τούρκοι χωροφύλακες τη νύχτα περικύκλωσαν το σπίτι του «Ρωμιού» και τον συνέλαβαν. Τον έδεσαν πίσω από το άλογο και ξεκίνησαν να πάνε να τον κρεμάσουν. Μαζί τους πήγαινε και ο Τούρκος πρόεδρος του χωριού, ο οποίος όμως είχε τις αντιρρήσεις του.
Η καταγγελία ήταν ανώνυμη και μάρτυρας δεν υπήρχε.
«Πως θα τον σκοτώσουμε, αφού δεν ξέρουμε αν πράγματι το έκανε αυτός;»
Οι χωροφύλακες επέμεναν…
«Τι μας μέλει κι αν χαθεί ένας Ρωμιός;»
Στο δρόμο έκατσαν να ξεκουραστούν. Έβαλαν τον κρατούμενο να κάτσει σε μια πέτρα και έψησαν καφέ. Έδωσαν και στον αιχμάλωτο να πιει. Η κουβέντα συνεχιζόταν. Του πρόεδρου του ερχόταν βαρύ να εκτελέσουν έναν άνθρωπο χωρίς στοιχεία. Όμως οι χωροφύλακες δεν άλλαζαν γνώμη. Πέρασαν με την κουβέντα λίγα λεπτά.
Κάποια στιγμή, ο μελλοθάνατος έπιασε να τραγουδά:
«Ο καφές έγινε και κρύωσε,
οι χωροφύλακες είναι πολλοί.
Μέσα σ’ αυτούς τους χωροφύλακες
δεν υπάρχει κανένας ένας φίλος μου»
Το σπαρακτικό τραγούδι του μελλοθάνατου άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές των χωροφυλάκων. Ο πρόεδρος σηκώθηκε και είπε αποφασιστικά:
«Βάλτε τον άνθρωπο πάνω στ’ άλογο και πηγαίνετέ τον στο σπίτι του».
Από τότε έμεινε και τραγουδιέται, από τους Γαρασαρότες, το τραγούδι αυτό.
Στίχοι
Γαϊφέ μπιστί σόγουντου, (Ο καφές έγινε και κρύωσε)
τζανταρμαλάρ τσόγουντου, (οι χωροφύλακες είναι πολλοί)
σου τζανταρμαλάρ ιτσιντέ, (μέσα σ’ αυτούς τους χωροφύλακες)
έτσμι (ή ίτσμπιρ) τόστουμ γιόγουντου. (δεν υπάρχει κανένας φίλος μου)
Η σεβντά μ’ σην Πράσαρην
κι εγώ ασήν Γαράσαρην,
έλα, σέβντα μ’, χαμελά,
το καρδόπο μ’ ας γελά.
Σον ουρανόν πετάει πουλί, ση γην εφτάει ιβόραν,
κατηγορούν και λέγνε με πως αγαπώ τη χώραν.
Μάνα, μάνα, για τεμέν, πε ατέν ας αναμέν’
και αν ‘κι έρχουμ’ ους τον βράδον, πε ατέν ας πάει δεαβαίν’.
Σχετικά με το τραγούδι
Το «Γαϊφέ μπιστί» είναι ένα καθιστικό τραγούδι, από τη Γαράσαρη (Νικόπολη) του Πόντου. Χαρακτηριστικό του ύφους των καθιστικών τραγουδιών της περιοχής, αλλά και με εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία.
Το τραγούδι το κατέγραψε ο Δημήτρης Μαντζούρης από τον ζουρνατζή και λυράρη Σπύρο Γαλετσίδη στον Πλατανότοπο Καβάλας, ο οποίος καταγόταν από το Κοϊνούκ της Γαράσαρης. Έπειτα το άκουσε από τον Νίκο Καρακουλίδη από το Χρυσόκαστρο Καβάλας, με καταγωγή το Σούπαταχ της Γαράσαρης, από τον οποίο έμαθε και την ιστορία του. Αλλά και από τον Θόδωρο Αλεπίδη, σε κασέτα που του παραχώρησε ο εγγονός του Θεόδωρος Αλεπίδης.
Το τραγούδι πήρε το όνομα του από τον πρώτο του στίχο, με τον οποίο συνήθως (αλλά όχι πάντα) ξεκινούσε ο σκοπός
Έπειτα κάθε γλεντιστής τραγουδούσε οποιοδήποτε στίχο επέλεγε, κυρίως στα τουρκικά, αλλά και στα Ποντιακά. Επομένως, εκτός του πρώτου στίχου που ανήκει στον σκοπό, οι υπόλοιποι σε αυτή την ηχογράφηση επιλέχθηκαν από τους συντελεστές κατά βούλησιν.
Πάνω στη λύρα του Σπύρου Γαλετσίδη, αλλά και άλλων γαρασαρωτών κεμεντζετζήδων, βασίστηκε η συγκεκριμένη εκτέλεση από τον Λάμπη Μουρούζη. Ο οποίος έλκει κατά το ήμισυ την καταγωγή του από την Γαράσαρη και συγκεκριμένα από το χωριό «Καταχώρ’».
Τραγουδούν ο Δημήτρης Μαντζούρης και η Ειρήνη Νικολαλαίου. Ο Δημήτρης Μαντζούρης, δάσκαλος του Εργαστηρίου Ποντιακού Τραγουδιού του «ΚΕΠΕΜ», κατέγραφε επί πολλά χρόνια τον Σπύρο Γαλετσίδη, στον Πλατανότοπο Καβάλας. Ενώ έλκει την καταγωγή του, μεταξύ άλλων, και από την «Κόρατζα» της Γαράσαρης του Πόντου.