Οι ιστορίες των προγόνων μας, που ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο, μεταφέρονται από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά. Η ιστορία που μου αφηγήθηκε ο πάππους μου ήταν η ιστορία του πατέρα του. Καταγόταν από το Χαραμί Βαρτάν, ένα χωριό της πόλης Καρς του Καυκάσου.
Ιστορίες και μαρτυρίες, από γενιά σε γενιά…
Η ζωή στο Χαραμί Βαρτάν
Ζούσε μαζί με τα τρία αδέρφια του και τους γονείς του σε μια μονοκατοικία. Η ζωή εκεί ήταν πολύ καλή, εξασφάλιζαν τα προς το ζην από τις καλλιέργειες φρούτων και λαχανικών, είχαν στην αυλή τους αγελάδες, κότες και γουρούνια τα οποία εξέτρεφαν για το κρέας, το γάλα, τα αυγά, για να τρέφεται η οικογένεια τους.
Ο πατέρας της οικογένειας ήταν έμπορος και πουλούσε την πραμάτεια του στα γειτονικά χωριά. Ήταν άξιος και πανέξυπνος, παρόλο που δεν είχε σχολική μόρφωση.
Η ζωή στο Χαραμί Βαρτάν κυλούσε όμορφα και η συμβίωση με τους Τούρκους ήταν αρμονική. Μέχρι που οι Τούρκοι αποφάσισαν να κάνουν πράξη το σχέδιο τους, να εξοντώσουν τους Χριστιανούς Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Στην ευρύτερη περιοχή του Καρς έδρασε ο πρώην λοχίας του Οθωμανικού στρατού, Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος δεν ανήκε πια στον Τουρκικό στρατό, αλλά δημιούργησε δική του ομάδα. Είχε μεγάλο μίσος για τους Έλληνες και ο στόχος του ήταν να καθαρίσει τους Έλληνες από τον Πόντο. Γυρνούσε στα χωριά, τρομοκρατώντας τον κόσμο, σκοτώνοντας ανθρώπους, ξεκοιλιάζοντας εγκύους γυναίκες και βιάζοντας άλλες.
Το «Χαραμί Βαρτάν» ή «Αράμ Βαρτάμ» (ή «Καρατσομπάν» σήμερα) ήταν ένα από τα 80 χωριά του Κυβερνείου του Καρς.
Το ταξίδι προς την Ελλάδα
Αφού οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ανεχτούν άλλο αυτήν την φριχτή κατάσταση, βγήκε ντελάλης με την είδηση ότι όλοι έπρεπε να φύγουν στην πατρίδα, την Ελλάδα, για να γλιτώσουν.
Το 1922, ο εικοσάχρονος προπάππους μου και η οικογένεια του μάζεψε τα απαραίτητα πράγματα μέσα σε μποξάδες, φορτώσανε τα κάρα και ξεκίνησαν μαζί με πολλούς άλλους συγχωριανούς για το μακρύ ταξίδι προς την πατρίδα.
Συνάντησαν μεγάλες δυσκολίες. Το φαγητό ήταν λίγο, ο χειμώνας βαρύς και ο δρόμος δύσκολος στα βουνά με χιόνια και παγωνιές, περπατώντας μέσα από δύσβατα μονοπάτια.
Στην διαδρομή πολλοί άνθρωποι πέθαιναν από τις αρρώστιες, το κρύο και την πείνα. Ύστερα από πολύ καιρό έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και μπήκαν σε καράβια για τον Πειραιά. Στο καράβι τους ενημέρωσαν, πως όσοι ήθελαν μπορούσαν να κατέβουν στον Πειραιά, διαφορετικά το πλοίο θα συνέχιζε για Θεσσαλονίκη.
Η οικογένεια του παππού μου συνέχισε με το καράβι για Θεσσαλονίκη, γιατί είχαν πληροφορηθεί πως κάποιοι συγγενείς τους εγκαταστάθηκαν στην Μακεδονία. Όταν έφτασαν και κατέβηκαν στο λιμάνι, τους χώρισαν σε άντρες και γυναίκες, τους έγδυσαν και τους ράντισαν με φάρμακο, για τυχόν αρρώστιες και για απολύμανση.
Έμειναν όλοι μαζί στην Καλαμαριά, αλλά επειδή δεν υπήρχαν δουλειές για όλους, αποφάσισαν να φύγουν για τις Σέρρες. Όπου το Ελληνικό κράτος τους προσέφερε καλλιεργήσιμα χωράφια και θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή…