Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλαμαριά, στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης. Η Καλαμαριά του σήμερα με τις πολυτελείς πολυκατοικίες, τις αμέτρητες καφετέριες και τα εστιατόρια, δεν έχει καμία σχέση με την Καλαμαριά του τότε.
«Δεν έχει σημασία με τι ζωγραφίζεις, σημασία έχει να ζωγραφίζεις»
Η Καλαμαριά του τότε
Η Καλαμαριά του τότε ήταν ένας προσφυγικός συνοικισμός με μικρά πλινθόχτιστα σπιτάκια και παράγκες (θαλάμους τους λέγαμε). Και εκεί στην παραλία της Αρετσούς, με τη μαρίνα τώρα και τα μοντέρνα cafe, υπήρχε μόνο το «Απολυμαντήριο». Απ’ όπου περνούσαν καραντίνα οι πρόσφυγες γονείς μας, πριν εγκατασταθούν στη καινούργια τους πατρίδα.
Για ηλεκτρικό και νερό ούτε κουβέντα να γίνεται. Το ίδιο, βέβαια, και για ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Πού τέτοιες πολυτέλειες… Όταν έβρεχε όλος ο συνοικισμός μετατρεπόταν σ΄ έναν απέραντο λασπότοπο, μια πηχτή κατάμαυρη λάσπη που κόλλαγε σαν βδέλλα στα παπούτσια μας (σε όσους τυχερούς διέθεταν παπούτσια).
Έτσι πήραμε εμείς οι Πόντιοι το παρατσούκλι «τσαμούρια» που σημαίνει λάσπη, λασπωμένοι
Τα πιο πολλά παιδιά της ηλικίας μου και νέοι ήμασταν παιδιά συμμαζεμένα και ριγμένα στη δουλειά από την τρυφερή τους ηλικία. Εγώ έκανα όλες τις δουλειές που μπορεί να κάνει ένα παιδί.
Δούλευα και πήγαινα ταυτοχρόνως στο σχολείο και όπως όλα σχεδόν τα Ποντιάκια ήμουν πολύ καλός στα μαθήματα κι ας μην είχα ούτε βιβλία. Ατίθασος δεν ήμουνα, ούτε γκρινιάρης. Η αδερφή μου που με μεγάλωσε λέει ότι ήμουν καλό και φρόνιμο παιδί πολύ αγαπητό στη γειτονιά.
Και στο σχολείο μ’ αγαπούσαν γιατί τους διασκέδαζα. Μιμούμουν τις φωνές των δασκάλων μας και έστηνα αυτοσχέδια νούμερα στα διαλείμματα και στις εκδρομές κι αυτό άρεσε σε όλους.
Στον χώρο των χρωμάτων
Για το γεγονός ότι μεγάλωσε μέσα στον «χώρο των χρωμάτων» (γιος του ζωγράφου Νίκου Τριανταφυλλίδη) και πόσο τον επηρέασε ως προσωπικότητα.
Έβλεπα τον πατέρα μου να ζωγραφίζει και τη μάνα μου να γκρινιάζει που δεν είχαμε να φάμε. Και με το δίκιο της, ποιος να αγοράσει πίνακα ζωγραφικής στην Καλαμαριά και μάλιστα από έναν κομουνιστή ζωγράφο. Έτσι ο Νικόλας αναγκάστηκε να κάνει τον ελαιοχρωματιστή και τον κατασκευαστή πινακίδων για να μας ζήσει. Που και που έδινε και κανέναν πίνακά του, στη κυριολεξία για ένα κομμάτι ψωμί.
Που να τολμήσω να μιλήσω στη μάνα μου για ζωγραφική. Ίσως γίνω γιατρός της έλεγα και της άρεσε. Τα χρώματα του Νικόλα όμως ποτέ δεν σβήστηκαν από την ψυχή μου. Θυμάμαι ζωγράφιζα με ότι υλικό έβρισκα μπροστά μου.
Ήμουν και πάρα πολύ καλός στις μικρές κατασκευές κυρίως από βίδες, ελάσματα και παλιά εξαρτήματα μηχανών, που έβρισκα σε αφθονία στο γειτονικό Αγγλικό στρατόπεδο. Αργότερα ασχολήθηκα με τις φιγούρες του Καραγκιόζη. Που τις σκάλιζα με ένα μεγάλο καρφί, που το βάζαμε στις γραμμές του τραμ, για να περάσει από πάνω του το όχημα και να το μετατρέψει σε κοπίδι.
Τώρα ζωγραφίζω και με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή! Δεν έχει σημασία με τι ζωγραφίζεις, σημασία έχει να ζωγραφίζεις.
Το ποδόσφαιρο και ο Απόλλωνας
Για το τι του έχει μείνει από την εποχή της ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο και τον Απόλλωνα Καλαμαριάς.
Ασχολήθηκα με το Απόλλωνα και το ποδόσφαιρο από αγάπη για την Καλαμαριά και το Ποντιακό στοιχείο. Εξάλλου το χρωστούσα στον Απόλλωνα.
Τη εποχή που δεν είχαμε τίποτα που να μας κάνει υπερήφανους, ο Απόλλωνας κατακτώντας το πρωτάθλημα της Θεσσαλονίκης μας εξίσωσε με τους υπόλοιπους Θεσσαλονικείς. Ο Απόλλωνας ήταν η πέτρα που έσπασε το κρύσταλλο που μας χώριζε από την υπόλοιπη Θεσσαλονίκη.
Απ’ τον Απόλλωνα μόνο καλά θυμάμαι και δεν μετανιώνω για τις θυσίες στις οποίες υποβλήθηκα κι εγώ, αλλά και η οικογένειά μου.
Το ποδόσφαιρο αυτό καθεαυτό είναι χωρίς καμιά αμφιβολία το πιο λαοφιλές άθλημα στον κόσμο. Στην Ελλάδα του δήθεν οι αγράμματοι κουλτουριάρηδες και το παμφάγο κράτος το οδήγησαν στην αγκαλιά των επενδυτών της αρπαχτής.
Κι όμως το κακόμοιρο επέζησε και κατόρθωσε να μας βγάλει στο δρόμο πανηγυριστές. Μαζί μ’ όλους εκείνους που το κακολόγησαν, το κατασυκοφάντησαν και έκαναν τα πάντα να το εξαφανίσουν!
O σατιρικός δεν είναι χιουμορίστας
Για το γεγονός ότι τον χαρακτήριζαν ως «λαϊκό καλλιτέχνη» που ωστόσο είναι «διανοούμενος».
Ο καθένας μπορεί να με χαρακτηρίζει όπως του αρέσει. Μένω σ’ αυτό που λέει ο Oscar Wilde: «Τα πράγματα που λένε οι άνθρωποι για έναν άνθρωπο δεν αλλάζουν τον άνθρωπο αυτό. Είναι αυτό που είναι.
Εγώ είμαι αυτό που είμαι, αυτό που σε τελευταία ανάλυση αντιλαμβάνεται αυτός που με παρακολουθεί ή με διαβάζει. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για τέτοιου είδους ταμπέλες.
Στον σατιρικό, όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται, δεν μπορεί να υπάρξουν στιγμές που εμπεριέχουν μεγάλη δόση χιούμορ γιατί ο σατιρικός δεν είναι χιουμορίστας. Τα λεξικά ερμηνεύουν το χιούμορ ως: «Eύθυμη διάθεση, που εκδηλώνεται χωρίς διαχύσεις, άκακη ειρωνεία, ψύχραιμη θυμηδία, συμπαθής σαρκασμός, εύθυμη παραδοξολογία» και τον Xιουμορίστα ως: «Aυτόν που γράφει και μιλάει με χιούμορ, αυτόν που σκώπτει άκακα, επιδερμικά, τον ειρωνευόμενο ευθυμολόγο»
«O σατιρικός αισθάνεται ότι η εποχή του είναι τόσο κακή, που είναι δύσκολο να παριστάνει τον χιουμορίστα»
H σάτιρα δεν έχει υπερβατικό χαρακτήρα. Δεν έχει τίποτα απ’ τον κόσμο που ξεχνάει, απ’ τον ξεχασμένο κόσμο. Oι εμπειρίες της αγάπης και του θανάτου, βρίσκονται με τη βασική τους μεγαλοπρέπεια έξω από τα όρια της σάτιρας. Στην τραγωδία και στην κωμωδία, μπορεί να δοξάζονται και να εξυμνούνται.
H σάτιρα δεν υμνεί. Ξεφουσκώνει. Δεν είναι λοιπόν εκ των πραγμάτων δυνατόν να υπάρχουν προσωπικές στιγμές οι οποίες εμπεριέχουν μεγάλες δόσεις χιούμορ. Αν λέγατε μεγάλες δόσεις πικρίας, θα ήσασταν πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Για τη σχέση του με τις τέχνες
Όταν γυρίζω πίσω δεν βλέπω μόνο τον μικρόσωμο και αδύνατο Χάρρυ, βλέπω το πνεύμα, την γελοιοποίηση, την ειρωνεία, τον σαρκασμό, τον κυνισμό, το σαρδόνιο γέλιο, την λοιδορία κλπ.
Βλέπω όλα αυτά που προκαλούν τον πόνο, γιατί η σάτιρα έχει σκοπό να προκαλεί τον πόνο. Aλλά όπως και με τον ταυρομάχο, έτσι και με τον σατιρικό, η αξιοσύνη του δε βρίσκεται στην ικανότητα να κάνει τη δουλειά του, αλλά μάλλον στην τέχνη που δείχνει καθώς την κάνει.
Όσο περνάει ο καιρός και οι αξίες ευτελίζονται, τόσο περισσότερο πιστεύω ότι οι μοναχικές τέχνες θα είναι τελικά αυτές που θα σωθούν.
Οι ποιητές και οι ζωγράφοι δεν εξαρτώνται από το κοινό, δεν χρειάζεται να καταφύγουν σε εντυπωσιασμούς για να συζητηθούν και να αρέσουν.
Είναι καταπληκτικό ότι μεγάλοι ποιητές ή ζωγράφοι μπορεί να έγραψαν λέξεις και να ζωγράφισαν εικόνες 100 χρόνια πριν, οι οποίες μπορούν να μας πουν περισσότερα για το παρόν, παρά για το παρελθόν.
«Γι’ αυτό γράφω ποίηση και ζωγραφίζω, για να παραμένω ελεύθερος»
Ο κόσμος σήμερα
Ο κόσμος τα έχει χαμένα, δεν ξέρει με ποιον τρόπο να αντισταθεί. Με τα δυο πόδια στον γκρεμό και με τα χέρια γαντζωμένος στο παρελθόν που τον εξευτέλισε ως κοινωνικό ον και συνεχίζει να τον ξευτελίζει με τούρκικα σίριαλ, ξεβράκωτα πουτ****, με shopping therapy και αστακοπόλεμο, με κοκαΐνες και τεχνητούς παραδείσους, με δωσίλογους κυβερνήτες που άρον-άρον επιδιώκουν να κλείσουν το κεφάλαιο Ελλάδα μια και καλή.
Και με πολλούς, πάρα πολλούς επαναστάτες του καναπέ και των social media! Και ένας ακαθόριστος φόβος να αγκαλιάζει όλη τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένας φόβος που πυρπολεί και το τελευταίο καταφύγιο Ελευθερίας.
«Χανόμαστε, δίνοντας στους δολοφόνους τα όπλα που θα μας εκτελέσουν»
Δείτε επίσης: Η Καλαμαριά τίμησε τον Χάρρυ Κλυνν
Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Χάρυ Κλυνν στην Ελένη Σούρδη για το «ΒήμαMen» και στην Πόλυ Κρημνιώτη για την «Εφημερίδα των Συντακτών»