Το κείμενο που ακολουθεί είναι μύθος από το βιβλίο του Παύλου Χαιρόπουλου «Ανέκδοτα και Μύθοι στην Ποντιακή Διάλεκτο». Περιγράφει την αφέλεια των έμβιων όντων, αντικατοπτρίζοντας την στους ανθρώπους…
Ο καθένας να εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματα και να συμβιβάζεται με τα μειονεκτήματά του
Το επιμύθιο είναι πως ο καθένας πρέπει να εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματα του και να συμβιβάζεται με τα μειονεκτήματά του. Άλλωστε αυτά που συχνά υποτιμούμε, αποδεικνύονται χρήσιμα και σωτήρια…
Ο Μύθος στη Ποντιακή διάλεκτο
Μίαν έτον είνας πεντικός, που είχεν έναν έμορφον κορίτζ’. Ο πεντικόν ’κ’ εθέλ’νεν να επάντρευεν ατεν με άλλον πεντικόν. Την ώραν το ενούνιζεν είδεν τον ήλον να φωτάζ’. Ατότε είπεν: «θα δίγω το κορίτζι μ’ σον ήλον».
-Ήλε μ’, έπαρ’ τη θαγατέρα μ’. Μόνον εσέν θα δίγ’ατεν, γιατί είσαι πολλά έμορφος και δυνατός, είπεν ο πεντικόν.
Γιοχ! Είπεν ο ήλον, ’κί παίρ’ ατεν. Δέβα σα σύννεφα. Ατά κι άλλο δυνατά είναι, κρύφ’νε με και ’κ’ ελέπ’νε με.
Όντες επήεν σα σύννεφα, ατά είπαν ατον:
-Δέβα σο βορέαν, ατός έν’ ο δυνατόν. Φυσά και ταουτεύ’ μας.
Εσ’κώθεν επήεν σο βορέαν. Ατός πά είπεν ατον:
-’Κ’ επορώ να παίρω τη θαγατέρα σ’, γιατί ’κ’ είμαι δυνατός. Σεράντα χρόναι φυσώ και ’κ’ επορώ να ρούζω κά τον πύργον. Εκαίκα δέβα.
Σό τέλος απάν’ επήεν με το κορίτζ’ και εύρεν τον πύργον.
-Πύργε, είπεν ατον, έπαρ’ το κορίτζι μ’. Είσαι πολλά ψηλός και δυνατός.
-Πεντικέ, είπεν ατον ο πύργον, ακούς είναν βοήν απέσ’ σα τουβάραι μ’; Ντό εθαρείς πως έν’ ατό; Θερία πεντικούδαι. Τρώγ’νε με γάλαι γάλαι καί θα ρούζω αφκά. Ασά πεντικούδαι κι άλλο δυνατά κανένας ’κ’ έν’ σον κόσμον απάν’!
Ο πεντικόν ατότε εσάσεψεν. Εστεναχωρεύτεν. Αμάν επαίρεν τη θαγατέραν ατ’ και εράεψεν είναν έμορφον πεντικόν να δίει ατεν!
Ο Μύθος στη Νεοελληνική
Κάποτε ήταν ένας ποντικός που είχε ένα όμορφο κορίτσι. Ο ποντικός δεν ήθελε να την παντρέψει με άλλον ποντικό. Την ώρα που σκεφτόταν, είδε τον ήλιο που φώτιζε. Τότε είπε: «θα δώσω το κορίτσι μου στον ήλιο».
-Ήλιε μου, πάρε τη θυγατέρα μου. Μόνο σε σένα θα τη δώσω, γιατί είσαι πολύ όμορφος και δυνατός, είπε ο ποντικός.
-Όχι! Είπε ο ήλιος, δεν την παίρνω. Πήγαινε στα σύννεφα. Αυτά είναι πιο δυνατά, με κρύβουν και δεν φαίνομαι.
Όταν πήγε στα σύννεφα, αυτά του είπαν:
-Πήγαινε στο βοριά, αυτός είναι ο δυνατός. Φυσάει και μας σκορπίζει.
Σηκώθηκε πήγε στο βοριά και αυτός του είπε:
-Δεν μπορώ να πάρω τη θυγατέρα σου, γιατί δεν είμαι δυνατός. Σαράντα χρόνια φυσώ και δεν μπορώ να ρίξω κάτω τον πύργο. Εκεί, πήγαινε.
Στο τέλος πήγε με το κορίτσι και βρήκε τον πύργο.
-Πύργε, του είπε, πάρε το κορίτσι μου. Είσαι πολύ ψηλός και δυνατός.
-Ποντικέ, είπε ο πύργος, ακούς μια βουή μέσα στους τοίχους μου; Τι νομίζεις πως είναι αυτό; Θεριά ποντίκια. Με τρώνε σιγά σιγά και θα πέσω κάτω. Απ’ τα ποντίκια και πιο δυνατά κανένας δεν είναι στον κόσμο επάνω!
Ο ποντικός τότε τα έχασε. Στενοχωρήθηκε. Αλλά πήρε τη θυγατέρα του και έψαξε έναν όμορφο ποντικό να την δώσει.