Τα Ομηρικά έπη γράφτηκαν σε μια γλώσσα, η οποία βασίζεται στις δύο Αρχαίες Ελληνικές διαλέκτους, την Ιωνική και την Αιολική, τις οποίες ομιλούσαν κυρίως στη Μικρά Ασία. Η Ποντιακή διάλεκτος προέρχεται από την Αρχαία Ιωνική, λόγω κυρίως της καταγωγής των πρώτων αποίκων του Πόντου από την Ιωνική Μίλητο.
Με την πάροδο του χρόνου και με την επίδραση γεωγραφικών, κλιματολογικών, ιστορικών, εθνολογικών κλπ παραγόντων, δημιουργήθηκαν εξελικτικά από την Ιωνική διάφορες διάλεκτοι, μία των οποίων είναι η Ποντιακή διάλεκτος.
Με την εγκατάσταση και άλλων Ελληνικών φύλων, όπως για παράδειγμα των κατοίκων της Τραπεζούντας της Αρκαδίας (4ος αιών π.Χ.), οι οποίοι άλλαξαν και το όνομα «Τραπεζούς» από «Οιζηνίς» και ιδιαίτερα των Αιολικών φύλων, εισήχθησαν και σποραδικοί Αιολισμοί.
Εύξεινος Πόντος
Ο Όμηρος δεν αναφέρει πουθενά τον όρο Πόντος ή Εύξεινος Πόντος. Αντίθετα, αναφέρονται διάφορες εθνότητες του Πόντου, οι οποίες φυσικά στην αναμέτρηση τάχθηκαν στο πλευρό των Τρώων για ευνόητους λόγους.
Συγκεκριμένα αναφέρονται οι Σόλυμοι, οι Λύκιοι, οι Κάρες, οι Φρύγιοι, οι Μήονες, οι Αμαζόνες, οι Αλιζώνες, οι Παφλαγόνες και οι Μυσοί. Από τις πόλεις του Πόντου αναφέρονται η Κύτωρος (μετέπειτα Κωτύωρα και σημερινή Ορντού), η Σήσαμος, η Κρώμνα (μετέπειτα Κρώμνη) και η Αιγίαλος.
Η Τροία, όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα των Ομηρικών επών, ήταν ο φρουρός του Ελλησπόντου και εισέπραττε διόδια από εμπορικά πλοία, τα οποία αναζητούσαν πρόσβαση στον Εύξεινο Πόντο και την Ασία.
Ο Πόντος ήταν καθοριστικής σημασίας για τη τύχη των Ελλήνων, καθόσον έκρυβε εκτός από ευγενή μέταλλα, πλούσια χλωρίδα και πανίδα
Ακόμη, η πρόσβαση στην Ασία ήταν υκολότερη από τα λιμάνια του Πόντου παρά από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι ο εποικισμός του Πόντου που επακολούθησε έγινε από τους Μιλήσιους, οι οποίοι έτσι έφθαναν ευκολότερα στον πλούτο της Ανατολής.
Ο Πόντος απετέλεσε τη γέφυρα μετάβασης φυτών και ζώων από την Ασία στην κλασική Ελλάδα και αργότερα στη Ρώμη και την Ευρώπη.
Ποντιακή διάλεκτος
Στο πέρασμα των 28 αιώνων ζωής, η Ποντιακή διάλεκτος δέχτηκε επιδράσεις από την κοινή των αλεξανδρινών χρόνων, και από τη μεσαιωνική κοινή του Βυζαντίου. Ακόμη, επηρεάστηκε από τους Γενουάτες και τους Βενετούς της Τραπεζούντας, τους Πέρσες και τους Γεωργιανούς, καθώς φυσικά και από τους Τούρκους. Η τελική μορφή της Ποντιακής διαλέκτου γίνεται στην εποχή των Κομνηνών.
Έτσι, η Ποντιακή διάλεκτος αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα και την ιστορική πορεία αυτού του λαού, διά μέσου των αιώνων και των αλλόγλωσσων γειτονικών λαών.
Ως εξαρχής Ιωνική διάλεκτος με εξέλιξη εκτός Ελλάδος, η Ποντιακή έχει τις ρίζες της μέχρι την Ομηρική γλώσσα
Η συμβολή της όμως στην εθνική αυτογνωσία συνίσταται στο γεγονός ότι διέσωσε αρκετά Ομηρικά στοιχεία, τα οποία σε άλλες νεοελληνικές διαλέκτους εξέλειπαν.
Η Ποντιακή διάλεκτος, ως κληρονόμος της Ιωνικής διατηρεί αναλλοίωτες ή παραφθαρμένες πολλές λέξεις, πολλούς αρχαϊσμούς και γραμματικούς ή συντακτικούς τύπους, οπότε μπορεί να ενταχθεί στις αρχαιότερες και πλουσιότερες Ελληνικές διαλέκτους και φυσικά της Ευρώπης.
Η Ποντιακή μαζί με την Καππαδοκική διάλεκτο αποτελούν τα Μικρασιατικά ιδιώματα, τα οποία ομοιάζουν με τα Κυπριακά, τα Δωδεκανησιακά και άλλων νήσων (Χίος, Ικαρία).
Για τα Μικρασιατικά αυτά ιδιώματα αναφέρει ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης:
«Χωρισμένα από την υπόλοιπη Ελληνόγλωσση περιοχή, έμειναν αιώνες χωρίς εύκολη συγκοινωνία και ακολούθησαν διαφορετική εξέλιξη. Διατήρησαν γνωρίσματα της παλιάς Ελληνιστικής κοινής και είναι έτσι από τα αρχαϊκότερα νεοελληνικά ιδιώματα».
Οι Ομηρικές λέξεις μέσω της Ποντιακής διαλέκτου εντάχθηκαν στο σύστημα άλλων γλωσσών, συμμετέχοντας έτσι στην εξέλιξή τους. Ενδεικτικά, παρακάτω αναφέρονται ορισμένοι αρχαϊσμοί, λέξεις και εκφράσεις Ομηρικής (Ιωνικής) προέλευσης:
Αρχαϊσμοί
Ποντιακά επίθετα σε -ιάδης ή -ίδης δηλωτικά της καταγωγής ή πατρότητας: Αιμονίδης (ο υιός του Αίμονα), Αρκεισιάδης (ο υιός του Αρκεισίου: ο Λαέρτης), Ασιάδης (υιός του Ασίου), Ατρείδης (ο υιός του Ατρέα: ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος), Λαερτιάδης (ο υιός του Λαέρτη: ο Οδυσσεύς), Πηληιάδης ή Πηλείδης (ο υιός του Πηλέως: ο Αχιλλεύς).
- Η διατήρηση του Ιωνικού ε αντί του η: «Ατρύπετος» αντί ατρύπητος, «νύφε» αντί νύφη, «άκλερος» αντί άκληρος, «Ατρύγετος» αντί ατρύγητος.
- Η διατήρηση του ω αντί του ου: «Λωρίν» αντί λουρί, «ζωμίν» αντί ζουμί, «κώδων» αντί κουδούνι, «Κώνωψ» αντί κουνούπι, «κωφός» αντί κουφός.
- Ο σχηματισμός θηλυκών επιθέτων σε -ος αντί η: «Άλαλος» αντί άλαλη, «έμμορφος» αντί η όμορφη, «άσκεμος» αντί άσχημη.
- Η διατήρηση της προστακτικής του αορίστου: «Λύσον» αντί λύσε, «χτίσον» αντί χτίσε, «γράψον» αντί γράψε.
- Η χρήση του αρνητικού μορίου ουκ > ουχί > ουκί > κι’: «’Κι τρώγω» αντί δεν τρώγω, «’κι θέλω» αντί δεν θέλω, «’κι λέγω» αντί δεν λέγω. Στην Ποντιακή υπάρχει το αρνητικό μόριο «τιδέν» (άλλο τι ουδέν). «Τιδέν ‘κι τρώγω», «τιδέν ‘κι θέλω», «τιδέν ‘κι λέγω».
Λέξεις
- Αγρώστ’: κοινή αγριάδα.
- Βατία: βάτος.
- Κήλειος: καυστικός, φλογερός.
- Λαλλάτζ’: πέτρα και μεταφορικά η φαλάκρα – Λάας: λίθος, πέτρα.
- Λαχίδα: σειρά εργασίας (έρθεν η λαχίδα μ’).
- Λειρίτα: λείριον: κρίνος – Λείρια: άνθη, κρίνα.
- Λελεύω: χαίρομαι, επιθυμώ («να λελεύω σε» δηλαδή «να σε χαρώ») – Λιλαίομαι: προθυμούμαι.
- Λίβος: σταγόνα, σύννεφο («ο ουρανόν ελίβωσεν» δηλαδή «ο ουρανός συννέφιασε») – Λείβω: στάζω.
- Λιστρίν: σκαπτικό εργαλείο – Λιστρεύω: σκάπτω – Λίστρον: σκαπτικό εργαλείο.
- Λοπίν ή Λοβίν: ο λοβός, το περίβλημα (φασουλί λοπίν) – Λοπός: φλοιός, δέρμα λεπτόν.
- Μωμόγερος: από το Μώμος (θεός της μομφής) ή μίμος.
- Πάππας: πατέρας (στην παιδική γλώσσα). Στη νεοελληνική προφέρεται επί το τουρκικότερον «μπαμπάς».
- Τεττές: πατέρας (στην παιδική γλώσσα) – Τέττα: πατέρα, φιλοφρονητική προσφώνηση πρεσβυτέρου.
- Τσιλίδιν: πυρωμένο κάρβουνο.
- Χάταλον: Το μωρό, το βρέφος – Αταλός: νεαρός, τρυφερός, απαλός.
- Χρα: Η επιφάνεια του σώματος, το δέρμα, η επιδερμίδα, το χρώμα της επιδερμίδας («εκχύεν η χρα τ’» δηλαδή «έχασε το χρώμα του, από φόβο»).
Εκφράσεις
- «Από καλαμιδί εγένουμουν»: απόμεινα μόνος, «σαν καλαμιά στον κάμπο».
- «Το μήλον το μήλον τερεί και ίνεται», «το σταφύλ’ το σταφύλ’ τερεί και ίνεται» κ.ο.κ.: Μεταφορικά, με την άμιλλα η πρόοδος.
Του Θωμά Σαββίδη, Επίκουρου Καθηγητή του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης