Εξερευνώντας τον πολιτισμό και τη λαογραφία του Πόντου, σήμερα θα ασχοληθούμε με τον θεσμό της φιλοξενίας. Καθώς οι Πόντιοι, όπως και οι υπόλοιποι Ελλαδίτες, από ανέκαθεν την φιλοξενία την θεωρούσαν ως μία ιερή υποχρέωση για τον καθένα.
Οι Πόντιοι περιποιόντουσαν τους ξένους με προθυμία και ευχαρίστηση εξαιρετική!
Η φιλοξενία στα Κοτύωρα
Ο τρόπος ζωής των Ποντίων (ταξίδια, εμπόριο, διωγμοί) είχε αποτέλεσμα να βρίσκονται στους δρόμους, σε ξένους τόπους, με μεγάλη ανάγκη για στέγη, βοήθεια ή προστασία. Με το θεσμό, λοιπόν, της φιλοξενίας, έβρισκαν και οι ίδιοι αυτά που ζητούσαν. Εξάλλου, οι ξένοι ήταν καλοδεχούμενοι, γιατί ήταν για πολλούς η μόνη επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο και πηγή πληροφοριών λόγω της έλλειψης μέσων επικοινωνίας.
Στα παλιά τα χρόνια δεν υπήρχαν ξενοδοχεία στα Κοτύωρα. Στα πανδοχεία που είχε αρκετά, πήγαιναν κυρίως οι Τούρκοι χωρικοί και αγωγιάτες. Αργότερα έγινε ένα μόνο ξενοδοχείο, πού χρησίμευε για τούς περαστικούς ξένους εμπόρους και επιχειρηματίες γενικά. Επίσης και μερικά καφενεία χρησιμοποιόντανε για ξενώνες.
Ο πολύς κόσμος των ομογενών πού ερχόνταν από τα μεσόγεια στα Κοτύωρα για διάφορες αιτίες, φιλοξενόνταν (εμονάγουνταν ή έμεναν) στα σπίτια των Ρωμιών.
Περιπτώσεις κατά τις οποίες κατέβαιναν χωρικοί ή ξένοι κι’ από άλλα μέρη (Κερασούντα, Πουλαντζάκη, Φάτσα, Οινόη κ.α.) στα Κοτύωρα ήταν:
- Στα πανηγύρια των γιορτών των τριών εκκλησιών και προ παντός τής Υπαπαντής.
- Για να διεκπεραιώσουν διάφορες υποθέσεις είτε με τις κρατικές υπηρεσίες είτε με την Μητρόπολη.
- Για να βρουν εργασία.
- Για την επίσκεψη γνωστών και συγγενών τους κλπ.
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις οι Κοτυωρίτες περιποιόντανε τούς ξένους με προθυμία κ’ ευχαρίστηση εξαιρετική
Κατά τις πανηγύρεις των εκκλησιών όλες ο οικογένειες έπαιρναν από την εκκλησία ξένους και τούς πηγαίνανε σπίτια τους. Πρόβλεπαν μάλιστα και φρόντιζαν από την προηγούμενη μέρα να ψωνίσουν και να ετοιμάσουν εκλεκτά και άφθονα φαγητά. Την ημέρα τής Υπαπαντής προπάντων δεν υπήρχε σπίτι πού να μην έχει μουσαφίρη.
Κάποτε μάλιστα οι Επίτροποι της εκκλησίας ετοίμαζαν ιδιαιτέρως φαγητά σε μεγάλα καζάνια και τα πρόσφεραν μετά την πρωϊνή απόλυση σ’ όλους τούς ξένους. Σε τραπέζια στρωμένα στην αυλή ή στον νάρθηκα της εκκλησίας.
Φιλοξενία στα σπίτια
Όσοι ερχόντουσαν για δουλειές τους, που απαιτούσαν μερικές ημέρες να τελειώσουν ή για να βρουν εργασία, πήγαιναν συνήθως στην αυλή τής εκκλησίας. Εκεί ερχόντουσαν σε επαφή με γριές κυρίως πού πήγαιναν τακτικά στο πρωινό και στον εσπερινό τής εκκλησίας και πού τους οδηγούσαν για φιλοξενία στα σπίτια τους.
Εάν έφταναν αργά στην πόλη κατά το βραδάκι ή την νύχτα πριν από την ώρα τού ύπνου και εάν τύχαινε να μη τους προσκαλέσει κανείς από νωρίς, πήγαιναν με το σούρουπο στα σπίτια κατευθείαν και ζητούσαν φιλοξενία.
Δεν υπάρχει περίπτωση πού να μη γίνουν δεκτοί τέτοιοι ξένοι
Κάτι τέτοιο συνέβαινε εάν πηγαίναν σε «τρανά τζάκια», όπου αντί να τους φιλοξενήσουν τους δίνανε χρήματα και τους λέγανε να πάνε να μείνουν σε καφενείο. Βρίσκοντας και κάποια εύσχημη δικαιολογία:
«Έχομε άρρωστον και ‘κ’ ευπορούμε να μονάζομε. Έπαρ’ αβούτο το γορόσ’ και δέβα μένον ση Φιταγκούρ την καϊβέν»
γορόσ’ = γρόσι
Αν μαθευόταν όμως αυτό, δε γλύτωναν από το κουτσομπολιό, πού παραμόνευε πάντα και άγρια ξέσπαγε σε βάρος τους:
«Ήμαρτον! Αΐκον χουγιανετλίκ’ πα ίνεται; Άνθρωπον ποί κρούει σην πόρτα σ’ την νύχταν ‘κι μονάεις ατόν καμίαν;»
Για κάθε φιλοξενούμενο εξασφάλιζαν άφθονο φαγητό και ύπνο. Ανάλογα με την εμφάνισή τους, τούς ετοίμαζαν και τα ρούχα τού ύπνου: από στρώματα καλά και καθαρά, μέχρι κουρελούδες και τσούλια.
Οι χωρικοί καθώς κι’ όλοι, μπαίνοντας στο σπίτι, έβγαζαν τα τσαρούχια ή τα γεμενιά τους και πριν κοιμηθούν, έπλεναν συνήθως τα πόδια τους. Για τους γνωστούς και συγγενείς είχαν πάντα εκλεκτότερα φαγητά και τα καλύτερα στρώματα, όσες μέρες κι αν έμεναν.
Στα περισσότερα σπίτια είχαν κάποιο ιδιαίτερο χώρο – δωμάτιο, προορισμένο σε κάθε ανάλογη περίσταση και για τους ξένους.
Φιλοξενία αλλόθρησκων
Εκτός τούς Έλληνες και γενικά τους Χριστιανούς, φιλοξενούσαν όχι σπάνια και Τούρκους. Κυρίως πελάτες ή γνωστούς από χωριά, όπου πήγαιναν για δουλειές τους και τύχαινε να φιλοξενηθούν απ’ αυτούς.
Η περιποίησή τους δεν υστερούσε καθόλου απ’ εκείνη πού κάνανε στους Χριστιανούς. Με τη διαφορά πως τους βάζανε σε δωμάτιο, όπου δεν υπήρχαν εικονίσματα.
Από αυτό και μόνον αντιλαμβάνεται ο καθένας τα επίπεδα της ξενίας χωρίς όρια, των Ποντίων και του σεβασμού προς τον φιλοξενούμενο!!
Εκτός τις κανονικές αυτές περιπτώσεις ατομικής σχεδόν φιλοξενίας σε ομαλές και ειρηνικές περιστάσεις, η φιλοξενία των Κοτυωριτών εκδηλώθηκε και σε δύσκολες και χαλεπές περιστάσεις στη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Πολέμου.
- Κατά την περίοδο των σφαγών των Αρμενίων με μεγάλους κινδύνους κατόρθωσαν να φιλοξενήσουν κρυφά και να σώσουν μάλιστα και αρκετούς.
- Μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, οι Τούρκοι πρόσφυγες της περιοχής που πέρασαν από τα Κοτύωρα, φιλοξενήθηκαν από τους Έλληνες. Οι οποίοι τους πρόσφεραν και κατάλυμα και τρόφιμα και διάφορα απαραίτητα είδη.
- Επίσης όταν εκτοπίστηκαν οι κάτοικοι της Πουλαντζάκης και περνούσαν περίπου έξω από την Ορτού, όσοι το μάθαιναν εγκαίρως, σαν σε συναγερμό, μάζευαν αμέσως τρόφιμα και κάθε άλλο είδος απαραίτητο που χρειαζόταν για ανακούφιση στη χειμωνιάτικη εκείνη σκληρή δοκιμασία τους. Κατόπιν πήγαιναν και τους τα μοίραζαν.
Παρόμοια παραδείγματα σ’ όλη τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Πολέμου και ομαδικά και ατομικά, δεν ήταν ασυνήθιστα…
Θρησκευτικές δοξασίες
Από ανέκαθεν, οι Πόντιοι, την φιλοξενία την θεωρούσανε ως μία ιερή υποχρέωση για τον καθένα. Ίσως δεν ήταν τελείως ανεπηρέαστοι και από μία ισχυρή θρησκευτική επίδραση και υποβολή. Το θεωρούσαν μεγάλο ψυχικό για τους πεθαμένους, να φιλοξενήσουν κανένα και να τον περιποιηθούν και προπαντός όταν τύχαινε να είναι φτωχός.
Κι όπως δεν ήτανε γνώστες των Αγίων Γραφών και έχοντας μπερδεμένες στο μυαλό τις διηγήσεις και τις δοξασίες για μετεμψύχωση, μετενσάρκωση, Δευτέρα παρουσία του Χριστού κλπ… εάν βλέπανε κανέναν γέρο με κάπως βιβλική φυσιογνωμία και με το ραβδί στο χέρι, λέγανε μεταξύ τους κυρίως ο γριές:
«Ήμαρτα! Γιάμ έν’ ο Χριστόν; Ας παίρομε μονάζομ’ ατον!»
Άσχετα με αυτά και ανεξάρτητα τελείως απ’ αυτά, η φιλοξενία από παράδοση και από παράλληλα καλλιεργημένη και διαμορφωμένη ψυχική συγκρότηση γενικά, ήταν έμφυτη σ’ όλους. Αποτελούσε ένα από τα ιερότερα και σπουδαιότερα καθήκοντα του καθενός απέναντι στους ομοίους του.