Στη Τραπεζούντα διαμορφώθηκε μια παράδοση στη μελέτη των μαθηματικών επιστημών, κυρίως της αστρονομίας, της αριθμητικής και της γεωμετρίας. Μάλιστα η πρώτη μαρτυρία για τη καλλιέργεια και διδασκαλία των θετικών επιστημών ανάγεται στον 7ο αιώνα.
Η καλλιέργεια και διδασκαλία των θετικών επιστημών στον Πόντο
Λειτουργία Σχολής
Έδρα της Σχολής αρχικά ήταν ο Ιερός Ναός του Αγίου Ευγενίου, όπου ο Τυχικός εγκατέστησε τη βιβλιοθήκη του. Ο φημισμένος διδάσκαλος ήδη από τον 7ο αιώνα φέρεται να δίδασκε εκεί μαθηματικά, καθώς και στοιχεία των άλλων επιστημών.
Τα μαθήματα του Τυχικού έρχονταν να παρακολουθήσουν σπουδαστές όχι μόνο από τις γειτονικές περιοχές, αλλά και από την Κωνσταντινούπολη. Με αποτέλεσμα ο Ναός του Αγίου Ευγενίου, όπου παρέδιδε τα μαθήματά του, να έχει μετατραπεί σε πόλο έλξης νέων από όλη την Αυτοκρατορία.
Η συστηματική καλλιέργεια των επιστημών παρατηρείται από τον 11ο αιώνα και μετά, κυρίως επί της εποχής των Μεγάλων Κομνηνών (1204-1461).
Μετά τη καταστροφή της Μονής του Αγίου Ευγενίου από πυρκαγιά, το 1340, τα μαθήματα συνεχίστηκαν στο Ναό της Αγίας Σοφίας (του Θεού), 2 χλμ. δυτικά της Τραπεζούντας.
Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Σχολής έπαιξε ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Β΄ Μέγας Κομνηνός (1297-1330), ο οποίος με αδρές δαπάνες προσκάλεσε αστρονόμους, γιατρούς και φιλοσόφους να παραδώσουν μαθήματα. Άνθηση μάλιστα παρουσίασε η Σχολή και στα χρόνια του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού (1349-1390), ο οποίος τη στήριξε με κάθε τρόπο μέχρι το θάνατο του.
Η «Σχολή Ανωτάτων Σπουδών Τραπεζούντας» λειτουργούσε μέχρι και την άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς (1461).
Διδασκαλία
Με την εμφάνιση μιας σειράς σημαντικών λογίων, η «Σχολή Ανωτάτων Σπουδών Τραπεζούντας» συγκροτήθηκε και οργανώθηκε κατά το πρότυπο των Σχολών της Βυζαντινής περιόδου.
Η Σχολή λειτουργούσε με επίκεντρο κάθε φορά έναν συγκεκριμένο διδάσκοντα, ο οποίος παρέδιδε μαθήματα που απευθύνονταν σε σπουδαστές ανώτερου επιπέδου.
Οι σπουδαστές συγκεντρώνονταν γύρω από τον λόγιο διδάσκαλο, με τον ίδιο να αποφασίζει για το περιεχόμενο και τη μορφή της διδασκαλίας, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του. Οι σπουδαστές στη συνέχεια ακολουθούσαν συνήθως αυτόνομη διδασκαλική σταδιοδρομία.
Η «Σχολή Ανωτάτων Σπουδών Τραπεζούντας» έχει συνδεθεί με πολύ σημαντικούς λογίους της Υστεροβυζαντινής εποχής. Σε αυτή δίδαξαν μεταξύ άλλων ο Γρηγόριος Χιονιάδης, ο κληρικός Μανουήλ, ο Κωνσταντίνος Λουκίτης και ο Ανδρέας Λιβαδηνός. Οι οποίοι επιδόθηκαν στη μελέτη της αστρονομίας και των μαθηματικών, με σημαντικά για την εποχή αποτελέσματα.
Στη περίοδο ακμής της Σχολής σημειώθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Περσική αστρονομία. Με αποτέλεσμα η Τραπεζούντα να εξελιχθεί σε κέντρο εισαγωγής της στο Βυζάντιο.
Ωροσκόπιον Τραπεζούντος
Απόδειξη της έλξης που άσκησε η «Σχολή Ανωτάτων Σπουδών Τραπεζούντας» και του αυξημένου ενδιαφέροντος που σημειώθηκε για την αστρονομία, αποτελούν ακριβώς μια σειρά αστρονομικών κειμένων, που εμφανίζονται την ίδια εποχή. Μεταξύ άλλων το «Ωροσκόπιον Τραπεζούντος», ένα κείμενο αστρολογικών προρρήσεων για τη πόλη της Τραπεζούντας.
Το «Ωροσκόπιον Τραπεζούντος» είναι ένα αστρονομικό – αστρολογικό κείμενο το οποίο χρονολογείται στο 1336. Αποδίδεται από κάποιους μελετητές στον Aνδρέα Λιβαδηνό, ενώ συνδυάζει την Πτολεμαϊκή και Περσική αστρονομική παράδοση. Παρουσιάζει τις θέσεις των πλανητών, του Ήλιου και της Σελήνης για το διάστημα από το Μάιο του 1336 έως το Μάρτιο του 1337. Αλλά και τις αντίστοιχες αστρολογικές προβλέψεις.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο, στο οποίο βρίσκει κανείς προφητείες και παραδόσεις αλλά και σημαντικές πληροφορίες για την κοινωνική ζωή της Τραπεζούντας. Τους μοναχούς, τον κλήρο, τους άρχοντες, τους εμπόρους, τους επαγγελματίες.
Το «Ωροσκόπιον Τραπεζούντος» βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Μονάχου
Θεωρείται ότι αποτελεί έναν ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα στα αστρολογικά βιβλία που παραδόθηκαν στους Βυζαντινούς από τους Αρχαίους χρόνους και στους σημερινούς Καζαμίες…
Αστρονομική Ακαδημία – Αστεροσκοπείο
Τέλος, παλαιότερα είχε υποστηριχτεί από κάποιους μελετητές πως στην πόλη της Τραπεζούντας υπήρχε Αστρονομική Ακαδημία και Αστεροσκοπείο, το οποίο θα πρέπει να αναζητηθεί στον πύργο του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας. Γεγονός που ωστόσο δεν έχει αποδειχτεί επιστημονικά μέχρι σήμερα.