Στον αστροφώταχτο Πόντο, τα ειδυλλιακά παρχάρια με τις παραδείσιες ομορφιές τους λούζονται κατάβραδα από τις μυριόφωτες αστραχτίδες, της γλαύκης απεραντοσύνης. Σαν τρεμάμενοι λύχνοι χύνουν το λάγνο κι απύρετο φως τους, στον άκαυστο έρωτα του έταιρου και της λυγερής.
Άστρα, τα κυροστάσια του σύμπαντος…
Το άσβεστο φως των αστεριών
Η έναστρη νυχτιά στην Ποντιακή τοπολαλιά: «αίχτρια» και «καλοσύνια». Τα άστρα, «τα γλυκοστάφιδα τ’ ουρανού», τα «κυροστάσια» του σύμπαντος, συντροφεύουν το γήινο έρωτα στις ανάριες περιπτύξεις του.
Τα ίδια προσυπογράφουν την υποσχετική της αγάπης, σιγοτρέμοντας στο πρώτο σκίρτημα των ερωτιδέων ερωτοληπτών. Εφτασφράγιστες μαρτυριές, τα κλεμμένα φιλιά του έρωτα στο άσβεστο φως των αστεριών. Κλεμμένες στιγμές στ’ αψιματένια μάτια τ’ ουρανού.
Το φώταγμά τους, παρότρυνση στην αιώνια αμαρτία της ζωής. Η συντροφικότητά τους, ενθάρρυνση στις γήινες παρεκτροπές του ηδύποτου έρωτα. Αστρική διασπορά, μια αρχούμενη μεγαλοσύνη του σύμπαντος, που έντυσε τον προγονισμό με το μαγικό οίστρο της ερωτοσύνης.
Κοντύλια και γραφίδες φωτοστάλλαξαν στα άναρχα καρδιοχτύπια του αστρικού πάθους!
Κι ο φανοστάτης ποιητής έκλεψε το εξίαστρο φως τ’ αυγερινού, γράφοντας ηδύφωνες ελεγείες. Και γέμισαν οι λέξεις μιλιά και οι ψυχές βοτάνι. Τα αισθήματα γινήκαν φωτιά και οι καρδιές γαϊτάνι. Κι οι κοντυλιές των αστεριών στην ξαστεριά της νύχτας γράψαν τραγούδι ηδύφωτο κι απάνθισαν οι λέξεις, που δώσαν μέλι τ’ Απριλιού και νότισαν οι σκέψεις.
Λέξεις, που γίναν ζωγραφιά και σκέπη της αγάπης, στον έρωτα ανασεμιά, προδότες της απάτης. Κι η λύρα σκανδαλοθηρικό άκουσμα των Θεών, ακολουθεί ξεδιάντροπα τον ποιητή, στις ερωτικές του παρασπονδίες…
Ποντιακά στιχάκια
Τ’ άστρα ούλια ενέλλαξαν,
΄ς σον φέγγον γίν’ται γάμος,
παίρω κι εγώ την κεμεντζέ μ’,
να πάγω καλετιάνος!
Άστρα μ, ντο περγελάτε ‘μεν
τη νύχταν, ντο γυρίζω,
σεβτάν έχω ‘ς σο καρδόπο μ’
και πώς θα ταγιανίζω..!
Τ’ άστρα με τ’ άστρα πολεμούν,
ο ήλον με τον φέγγον,
ο κόσμον με τον κόσμον ατ’
κ’ εγώ με την Ελέγκω μ’.
Ναι άστρα μ’, ντο τερείτε ‘με
και ντο χαμογελάτεν;
Σεβτάν, ντο έν, ‘κ’ εξέρετεν
τζαχάλκα ‘κ’ εγροικάτεν.
Άστρα, τον φέγγον πέτε ‘τον
τον κόπον ατ’ μη χάνει,
τ’ εμόν τ’ αρνίν κι αλλ’ έμορφον,
τον τόπον ατ’ πιάνει…
Άστρα μ’, παρηγορέστε ‘μεν,
έχω τυριαννησίαν,
να σύρ’ ατό ‘κι σύρκεται,
τ’ εγάπς τη χωρισίαν.
Ακείνα τ’ άστρα τ’ ουρανού
ν’ έσαν λεφτοκαρόπα,
θ’ εβάλν’ ατά ‘ς σην τσόπια μου,
θ’ εκόμπωνα κορτσόπα.
Τ’ αστρόπα ας σον ουρανόν
ντ’ έμορφα παρλαεύνε,
αβούτα τ’ εμά τ’ ομμάτια,
εσέναν αραεύ’νε.