Στον Πόντο τιμούσαν ιδιαίτερα την μνήμη των νεκρών. Παντού και πάντα και σε κάθε ευκαιρία – κατάλληλη περίσταση, οι πεθαμένοι ήταν «ζωντανοί στην μνήμη» των οικείων και συγγενών.
Έθιμα και τιμές, στη μνήμη των νεκρών
Σεβασμός στη μνήμη των νεκρών
Η απόλυτη και ανεπιφύλακτη πίστη στα δόγματα της θρησκείας και στη μέλλουσα ζωή μαζί με την παράδοση και τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς, ενέπνεε του Πόντιους μεγάλη ευλάβεια.
Στο όνομα των πεθαμένων τους, θα έδιναν μια ελεημοσύνη ή θα άναβαν ένα κερί κάθε φορά που εκκλησιάζονταν. Επίσης, θα έντυναν έναν φτωχό, θα φρόντιζαν μια οικογένεια που είχε ανάγκη, θα έκαναν μια δωρεά στην εκκλησία ή στα σχολεία, στην κοινότητα, σε νοσοκομείο ή σε ορφανοτροφείο.
Εκτελώντας κανείς όλα ή κάτι από τα παραπάνω, ήλπιζε ότι στο μέλλον θα απολάμβανε τις ίδιες τιμές από τα παιδιά του
Πίστευαν ότι έτσι, συχωρεμένοι και εξαγνισμένοι, θα γίνονταν άξιοι του παραδείσου. Όπου θα έσμιγαν όλοι οι καλοί και (οπωσδήποτε) απαλλαγμένοι από τις αμαρτίες τους. Θα ενώνονταν όλοι μαζί, ζωντανοί και νεκροί κατά την Δευτέρα παρουσία του Κυρίου Ιησού.
Όσο κι αν φύγαμε από την αγαπημένη μας πατρίδα και σκορπίσαμε σε όλη την Ελλάδα, τα έθιμα αυτά εξακολουθούν λίγο έως πολύ να διατηρούνται. Είτε γιατί ήταν βαθιά ριζωμένα στις συνήθεις του λαού εκ παραδόσεως, είτε γιατί βρήκαμε και εδώ άλλους συνέλληνες που δείχνουν τον ίδιο σεβασμό στη μνήμη των νεκρών τους.
Μνημόσυνα
Έδιναν μεγάλη σημασία στα μνημόσυνα, τα οποία επιτελούσαν τακτικά, με όλη την προσήλωση και αφοσίωση στο καθήκον και την ευσέβεια, με φόβο Θεού. Οι καθιερωμένες ημέρες για τα μνημόσυνα ήταν: Τα τριήμερα (τα τρίτα), τα εννιάμερα (τ’ εννέα), το τεσσαρακονθήμερο (τα σεράντα) και το ετήσιον (το χρονιακόν).
Εκτός από τα τριήμερα και τα εννιάμερα που είχαν τις ορισμένες τους ημέρες, δηλαδή 3 και 9 ημέρες μετά τον θάνατο, τα άλλα μνημόσυνα γίνονταν κυρίως ημέρα Σάββατο.
Εάν οι σαράντα ημέρες ή το έτος κλπ δεν συμπληρώνονταν την ημέρα αυτή ακριβώς, τότε προτιμούσαν να κάνουν το μνημόσυνο μερικές ημέρες πριν και όχι μετά. Καθώς επικρατούσε η πρόληψη ότι αν περνούσαν οι κανονισμένες ημέρες χωρίς να γίνει το μνημόσυνο, τότε ο νεκρός θα έπαιρνε και άλλον σπιτικό (οικείο συγγενή) του στον τάφο.
Τα κόλλυβα
Σε όλες τις πιο πάνω ημέρες έφτιαχναν κόλλυβα (τα κοκκία). Επίσης κόλλυβα έκαναν και όλες τις πρώτες εννέα ημέρες από τον θάνατο. Κάποτε επικρατούσε η συνήθεια των καθημερινών κολλύβων, για τις πρώτες σαράντα ημέρες.
Έβραζαν σιτάρι (σιτάρ’ ή κοκκίν) μέσα σε μεγάλο καζάνι για να επαρκέσει για όλες τις ανάγκες που θα αναλύσουμε παρακάτω. Για να προσφερθούν (μοιραστούν) τα κόλλυβα, έπρεπε να παρασκευασθούν τα εξής:
Αφού αποστράγγιζαν τους σπόρους μετά το βράσιμο, τα άφηναν να στεγνώσουν και να κρυώσουν καλά. Τα ανακάτευαν στη συνέχεια με άφθονη ψίχα (καντσίν) από κοπανισμένα φουντούκια (λεφτοκάρυα) ή καρύδια, καθώς και με καβουρδισμένο αλεύρι, ψιλή ζάχαρη και λίγη κανέλα.
Εξαιρετικά για το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο, άφηναν από την πρώτη ημέρα του θανάτου ένα κουτί σιτάρι (το πολύ μισής οκάς) στο ιερό βήμα του ιερού ναού. Έμενε εκεί για να λειτουργηθεί όλες τις ημέρες έως και την παραμονή του μνημόσυνου των 40 ημερών. Οπότε τα έπαιρναν και τα ανακάτευαν με το σιτάρι που ήταν να βράσουν για τα κόλλυβα.
Το κάλεσμα
Το κάλεσμα γινόταν μόνο στο τεσσαρακονθήμερο και στο ετήσιο μνημόσυνο. Έστελναν λοιπόν μια γυναίκα ή παιδιά, με κόλλυβα μέσα σε πιάτα, για να καλέσουν με αυτόν τον τρόπο τους φτωχούς, τους φίλους και τους γνωστούς.
Επίσης, μια Κυριακή πριν το μνημόσυνο, τοιχοκολλούσαν στην εξώπορτα της εκκλησίας μια χειρόγραφη αγγελία περί του μνημόσυνου, που προγραμμάτιζαν να κάνουν το επόμενο Σάββατο η την Κυριακή.
Ο δίσκος με τα κόλλυβα
Εκείνο που δημιουργούσε κυρίως την ατμόσφαιρα της μνήμης του μακαρίτη και έδινε όλη την χαρακτηριστική όψη στο μνημόσυνο, ήταν ο δίσκος με τα κόλλυβα (το σινίν με τα κοκκία).
Το στόλισμα του (το αρμάτωμαν) γινόταν με εθιμοτυπική επισημότητα. Το βράδυ της Παρασκευής του μνημοσύνου, μετά το δείπνο, μαζεύονταν στο σπίτι οι καλεσμένοι συγγενείς και στενοί φίλοι. Πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι, στημένο στη μέση του δωματίου, συγκέντρωναν όλα τα απαραίτητα για το στόλισμα του δίσκου. Τον οποίο στολισμό αναλάμβανε ένα ειδικός ή επιτήδειος σε τέτοια, πάντοτε δωρεάν.
Σε όλο αυτό το διάστημα, γύρω από το τραπέζι μιλούσαν και μνημόνευαν τις αρετές, την αξιοσύνη και γενικά τα επεισόδια της ζωής του μακαρίτη. Όταν επρόκειτο για νέους, τότε δεν έλειπαν τα κλάματα και τα μοιρολόγια, κυρίως από τις γυναίκες.
Η συγκέντρωση αυτή μπορούσε να παραταθεί και πέρα απ τα μεσάνυχτα. Σε όλους πρόσφεραν καφέ με λίγη ζάχαρη καθώς και κόλλυβα.
Στην εκκλησία
Την επόμενη ημέρα από πολύ νωρίς, πήγαιναν τον δίσκο με τα κόλλυβα στην εκκλησία και τον τοποθετούσαν στο κέντρο του ναού, επάνω σε ειδικό τραπεζάκι. Μαζί πρόσφεραν και ένα πρόσφορο, ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και ένα μπουκάλι λάδι, για την λειτουργία και τις καντήλες.
Στην μέση του δίσκου ή δίπλα, σε μανουάλι έβαζαν μια χοντρή λαμπάδα, που άναβε σε όλη τη διάρκεια του όρθρου και της Θείας λειτουργίας. Πριν αρχίσει η επιμνημόσυνη ακολουθία, μοίραζαν από ένα κερί σε όλους τους εκκλησιαζόμενους, ενώ στους ιερείς και τους ιεροψάλτες έδιναν λαμπάδες.
Αναλόγως με την τάξη που συμφωνούσαν οι οικείοι με τους επιτρόπους, άναβαν έναν ή και περισσότερους πολυελέους και καντήλες και τους στόλιζαν με μαύρες κορδέλες. Οπότε κάπως έτσι η ώρα τέλεσης του μνημόσυνου αποκτούσε μια πένθιμη όψη.
Οι συγγενείς ντυμένοι στα μαύρα, πήγαιναν κοντά στον δίσκο και παρακολουθούσαν με ευλάβεια την ακολουθία, θρηνολογώντας. Στο τέλος όλο το εκκλησίασμα, μαζί με τον ιερέα, αναφωνούσε το «Αιωνία η μνήμη».
Μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας, μοίραζαν τα κόλλυβα (εδιαίριζαν τα κοκκία). Προκαταβολικά ο καντηλανάφτης έπαιρνε σε δίσκο της εκκλησίας ή σε χαρτί, το μερίδιο των ιερέων και των ιεροψαλτών.
Στο σπίτι – Το γεύμα
Από την εκκλησία όλοι οι συγγενείς και οι καλεσμένοι μαζεύονταν στο σπίτι. Σε λίγο έφτανε και ο ιερέας και έψελνε το τρισάγιο σε άλλο δίσκο με κόλλυβα, μικρότερο και λιγότερο στολισμένο, που υπήρχε έτοιμος στο σπίτι. Κερνούσαν στην συνέχεια όλους κονιάκ, σε δίσκο, όπου παρέθεταν και τα κόλλυβα με κουταλάκια του γλυκού.
Κατά το τεσσαρακονθήμερο και το ετήσιο μνημόσυνο, όλοι οι καλεσμένοι που είχαν γυρίσει από την εκκλησία στο σπίτι, καθώς και οι αυτόκλητοι, έπρεπε να παρακαθήσουν αμέσως σε γεύμα. Είχαν έτοιμα διάφορα φαγητά.
Προ του φαγητού ο ιερέας ευλογούσε όλα τα καζάνια και το τραπέζι των επισήμων όπου καθόταν και ο ίδιος. Το γεύμα λεγόταν: «Ο Ψαλμόν».