Μεγάλος είναι ο πλούτος των Ποντιακών στίχων και τραγουδιών σχετικά με τη φύση. Η φύση τραγουδήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τους Πόντιους, οι οποίοι εμπνεύσθηκαν από την ιδιαίτερη ομορφιά της πατρίδας τους.
Ποντιακά τραγούδια και ποιήματα για τη φύση
Ποντιακοί στίχοι – τραγούδια
Η φύση τραγουδήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τους Πόντιους, για να ενδυναμώσει ή να απαλύνει τα ανθρώπινα συναισθήματα για την αγάπη, την παλικαριά, την ξενιτιά, τον θάνατο και τον πόνο.
Τραγούδησε ο Πόντιος ότι ήταν δίπλα του, ότι αγαπούσε, ότι φοβόταν και δεν το καταλάβαινε. Για όλα αυτά εμπνεύσθηκε από την ιδιαίτερη ομορφιά της πατρίδας του.
Έκανε ποίηση και τραγούδι το επιθυμητό, το δυνατό, το θεϊκό, το φυσικό. Με τη βοήθεια των στοιχείων της φύσης προσπάθησε να περιγράψει τη λατρεία και την εκτίμηση που είχε στα αγαπημένα του πρόσωπα.
Συχνή είναι η αναφορά του Πόντιου λαϊκού στοχαστή σε δέντρα, θάμνους και λουλούδια, με χαρακτηριστικά τα δίστιχα:
«Να’ ποδεδίζω το παρχάρ’ με τα ψηλά τα’ ελάτια,
εμέν κ’ εσέν εσκέπαζαν α ‘ς σου κοσμί’ τ’ ομμάτια»
«Έλα, κόρ’, ας φιλίουμες αφκά ‘σο λεφτοκάρυ(ν),
το λευτοκάρ’ ‘κι λέει’ατό κ’ η γη ‘κι ομολογά ‘το».
Σε άλλο στίχο του παραδοσιακού Ποντιακού τραγουδιού «Να έμνε έναν πετούμενον» υπάρχει αναφορά του νέου στη φύση και στα στοιχεία της. Στα οποία θέλει να πει τον πόνο του, για να τον απαλύνουν, στη προσπάθεια αναζήτησης της κοπέλας του.
«Να έμνεν έναν πετούμενον σο ορμάν απές πουλόπο μ’.
Κλαδίν, κλαδίν επέτανα και εράευα τ’ αρνόπο μ’»
Σε άλλο Ποντιακό στίχο πάλι, ο ερωτευμένος νέος εξομολογείται την επιθυμία του να γίνει μέλισσα! Ώστε να μπορεί να κάθεται πάνω στα λουλούδια, που θα φυτρώνουν εκεί όπου πατάει η καλή του….
«Πουλόπο μ’ όθεν πορπατείς τα τσιτσακόπα ανθίσ’νε,
τα μελεσίδεα έρχουνταν γλυκέα να μυρίσνε.
Ελέπ’ ατά κι εγώ ο γιοσμάς κι ο παλικάρτς ζελεύω,
να έμνε μικρόν μελεσίδ’ απάνεις να κονεύω».
Επίσης οι Πόντιοι συχνά χρησιμοποιούσαν τα ζώα ή τα φυτά για να δημιουργήσουν πετυχημένους και πειραχτικούς στίχους.
«Τα μερμήκας έχνε γάμον σον ψηλόν τον Άεν Παύλον,
άρ’ ο λύκον ζουρνατζής και ο άρκον ταουλτζής,
η κορώνα μαερεύτρα κι η κατσκάρα παρανύφ’σα»
Τα Παρχάρια
Οι Πόντιοι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, έφευγαν από τις πεδινές και ημιορεινές περιοχές και ανέβαιναν στα ψηλά και αλπικά λιβάδια, στα λεγόμενα «παρχάρια». Όπου τα ζώα τους έβρισκαν τροφή. Εκεί επίσης διοργανώνονταν αρκετές γιορτές και πανηγύρια.
Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι «Η κορ’ εποίεν σο παρχάρ’», στο οποίο ο νέος διαπιστώνει πως ήρθε η άνοιξη και η κόρη μαζί με την οικογένειά της ετοιμάζεται να πάει στις ορεινές – θερινές βοσκές. Αυτός όμως για χάρη της θα γίνει κυνηγός στα δάση της περιοχής.
«Η κορ’ εποίεν σο παρχάρ’ να ίνεται Ρωμάνα,
και για τ’ ατέν θα ίνουμαι και κυνηγός σ’ ορμάνια»
Τέλος, ο τρόπος αυτός ζωής συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, παρότι ο Ποντιακός Ελληνισμός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις πατρογονικές του εστίες. Και μαζί με αυτές και τα αξέχαστα παρχάρια, που αποτελούσαν μέρος της εστίας και τρόπο ζωής αυτού του πληθυσμού.