Το μοιρολόι στον Πόντο

Μοιραστείτε το

Το μοιρολόι αποτελούσε σημαντικό συστατικό στοιχείο μεταξύ των πολλών και ποικίλων εθίμων του Ποντιακού Ελληνισμού, που αναφέρονταν στον θάνατο και τους νεκρούς.

Η χρονολόγηση των μοιρολογιών ανάγεται από την εποχή του Ομήρου


Έθιμα του θανάτου

Εκτός από τη «Κόλαση» και τον «Παράδεισο» υπάρχει και ο απροσδιόριστος χώρος του «Κάτω Κόσμου». Όπου ο Χάρος οδηγεί τις ψυχές, και οι ψυχές (δίκαιες ή αμαρτωλές) υποφέρουν το ίδιο από το σκοτάδι και το κρύο.

Η θύμηση των ζωντανών τους ανακουφίζει. Γι’ αυτό και οι φροντίδες που παίρνουν γι’ αυτές οι ζωντανοί συγγενείς τους (από την ώρα του ξεψυχήματος, έως τα μνημόσυνα των μηνών και των χρόνων), είναι έργο αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας ανάμεσα σε ζωντανούς και σε νεκρούς.

Παράλληλα όμως, οι φροντίδες και τα μνημόσυνα είναι και μια μεσολάβηση των ζωντανών προς τον Θεό, για να συγχωρήσει και να ανακουφίζει στον πόνο τους νεκρούς.


Ξημέρωμα με τον πεθαμένο

Όταν πέθαινε κάποιος, χτυπούσε η καμπάνα και επικρατούσε πένθος σε όλο το χωριό. Όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους.

Στο σπίτι έλουζαν τον νεκρό και τον έντυναν με τα ωραιότερα ρούχα που είχε. Μετά τον έβαζαν επάνω σε μια πόρτα, την οποία είχαν βγάλει από το σπίτι και τον σκέπαζαν με ένα σεντόνι μέχρι την μέση. Άφηναν δίπλα του και ένα πιάτο με κόλλυβα, μαζί με ένα αναμμένο κερί.

Μεταξύ των πολλών και ποικίλων εθίμων του Ποντιακού Ελληνισμού που αναφέρονται στον θάνατο, εξαιρετική θέση κατέχει το «ξημέρωμα» ή «ξενύχτισμα» μαζί με τον πεθαμένο. Κατά το οποίο πραγματοποιούνταν τα μοιρολόγια, ως επί το πλείστον.

Ως πράξη, τα μοιρολόγια πραγματοποιούνταν κατά τις διάφορες φάσεις της νεκρικής τελετής, εκτός του ξενυχτίσματος – ξημερώματος

Την ημέρα της κηδείας (κατά το απόβραδο και ως αργά το βράδυ ή και την επόμενη ημέρα) όλοι οι κάτοικοι του χωριού και γειτονικών χωριών, πήγαιναν παρέες παρέες, ανά δυο και τρεις, αντρόγυνα, φίλες, γειτόνισσες και συγγενείς, στο σπίτι του νεκρού. Για να δώσουν τα συλλυπητήρια στους οικείους του…

«Να παίρνε το χατίρ‘»


Οι μοιρολογίστρες και τα μοιρολόγια

Οι συγγενείς καλούσαν τις μοιρολογίστρες και σιγά – σιγά μαζευόταν κόσμος στο σπίτι. Τότε οι μοιρολογίστρες άρχιζαν να μοιρολογούν τον νεκρό και οι συγγενείς τον θυμιάτιζαν.

Τα μοιρολόγια στον Πόντο, ως θρηνητικά τραγούδια, συνδέονται με τα λαϊκά έθιμα της προετοιμασίας και ταφής του νεκρού. Αντιπροσωπεύουν μια άμεση έκφραση της οδύνης για τον θάνατο συγκεκριμένου ατόμου και γι’ αυτό τον λόγο έχουν και χαρακτήρα αυτοσχεδιασμού.

Εάν πέθαινε η μάνα, οι κόρες μοιρολογούσαν και τις έλεγαν:

«Μανίτσα μ’, μανίτσα μ’, μανίτσα μ’,
μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ’,
μικράν, ορφανάν εφέκες μας μανίτσα μ’,
εμνοστέσα μανίτσα μ’ όόόόόι.

Μάναν νέαν εσύ έσνε,
και μικρά είμεσε,
μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ’,
τον πατέρα μ’ κι ελογαρίασες,
μανίτσα μ’ όόόόόι»


Πεποίθηση για μεταθανάτια ζωή

Τα μοιρολόγια που ακουγόντουσαν, δεν εξεδήλωναν μόνο τον πόνο των βαρυπενθούντων, αλλά και την πεποίθηση για μεταθανάτια ζωή. Γι’ αυτό και έστελναν «Χαιρετίας» με τον νεκρό, σε φιλικά και συγγενικά πρόσωπα που είχαν πεθάνει.

Μερικά μοιρολόγια, αν και αυτοσχέδια, ήταν συγκλονιστικά και μάλιστα πολλά από αυτά είχαν και μεταφυσικό περιεχόμενο. Συχνά οι μοιρολογήτρες ενδιαφέρονταν και για τη μεταθανάτια τύχη του μεταστάντος…

«Ντο είδες και ν’εζέλεψες;
ντο είδες κι επλανέθες;

Γιαμ’ είδες ουρανόν ση γην,
γιαμ’ είδες φως σον Άδην;»

Μέσα από τα μοιρολόγια οι μοιρολογίστρες εκφράζαν τον πόνο, αλλά και την αγάπη προς τον αποθανόντα. Προσπαθώντας να προκαλέσουν στους εκλειπόμενους μία ψυχολογική ανάταση.


Δίστιχα θανατικά

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των Ποντιακών μοιρολογιών είναι τα ομοιοκατάληκτα δίστιχα, τα «θανατικά». Τα οποία προτιμούνται κατά τις στιγμές του μοιρολογιού.

Ενδεικτικά τέτοια δίστιχα:

«Αν αποθάνω μάνα μου, σον Άδ’ κι αν κατηβαίνω,
θα εφτάω τα παράπονα μ’, έναν βραδήν ‘κι μένω…»

«Αν αποθάνω θάψτε με αφκά σα σταυροστράτα,
έρται η κάλη μ’ και δαβαίν’ το χώμαν γομών δάκρα…»


Μοιρολόι Τριπόλεως του Πόντου

«Αδά η νύχτα εν κ’ η μέρα πάλου ημέρα,
αδά λαχτόριν ‘κι λαλεί, ποτές ‘κι ξημερώνει,
αδα η βρούχνα πιθαμήν και το νερόν χερέαν,
η βρούχνα σύρει το νερόν και το νερόν την βρούχναν…»


Διαβάστε επίσης: Ο θάνατος και η κηδεία στον Πόντο

Μοιραστείτε το